Αν δεν χρησιμοποιείς ή δεν γνωρίζεις κάποιες από αυτές, τότε πρέπει να κάτσεις γρήγορα στα θρανία.. Όλες οι εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι μηχανόβιοι μεταξύ τους καθώς και οι ορισμοί τους, μαζεμένα και νοικοκυρεμένα ώστε να είσαι πλήρως ενημερωμένος. Και επειδή η φαντασία είναι αστείρευτη, αν μας έχει ξεφύγει κάτι συμπληρώστε το.
Οι σωστοί μηχανόβιοι έχουν τον δικό τους κώδικα επικοινωνίας. Μπορεί σε όσους δεν ασχολούνται με μοτοσικλέτες οι φράσεις που χρησιμοποιούν οι μηχανόβιοι να ακούγονται σαν αποκρυφιστική τοπική διάλεκτος από κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Γουατεμάλα, όμως το θέμα είναι τι γίνεται στην περίπτωση που εσύ οδηγείς μοτοσικλέτα και δεν γνωρίζεις κάποια από αυτές;
Πόσες φορές ακούγοντας κάποια από αυτές σε δίτροχα πηγαδάκια, ένιωσες ότι βρίσκεσαι εκτός παιχνιδιού και έστρεψες το βλέμμα σου στο άπειρο σφυρίζοντας κλέφτικα; Μην ανησυχείς! Το λεξικό του σωστού μηχανόβιου θα σώσει την κατάσταση ώστε να μην πιαστείς αδιάβατος. Τσέκαρε τις πιο hot εκφράσεις που παίζουν στο μοτοσικλετιστικό γίγνεσθαι και γίνε γκουρού της δίτροχης αργκό, πρωταγωνιστώντας σε αντίστοιχες συζητήσεις.
Ινδιάνος - Χάρος: Γνωστός για τους ριψοκίνδυνους ελιγμούς, προσπεράσεις κλπ. Αυτός ο αναβάτης οδηγεί γρήγορα αλλά επικίνδυνα - θα τον αναγνωρίσεις από τα μαύρα ρούχα και το χρυσοκέντητο δρεπάνι στο πίσω μέρος του μπουφάν.
Σιδεροφάγος: Ο τύπος που αδιαφορεί πλήρως για το εγχειρίδιο χρήσης του κατασκευαστή. Έλα μωρέ δεν θα πάθει και τίποτα…
Ποντικός: Γνωστός στα κοντροστέκια για την ικανότητά του να αποκρύπτει τις βελτιώσεις της μοτοσυκλέτας του.
Κάγκουρας: Το παλιό το παραδοσιακό μαλλί γυαλί και παντελόνι Lee, βρίσκει εφαρμογή στα δίτροχα με ξεκράνωτους τυπάδες που εκτελούν παρατεταμένα ξερόγκαζα ή σούζες έξω από καφετέριες ή πολυσύχναστες οδούς, με απώτερο σκοπό να κερδίσουν την προσοχή του αρσενικού κοινού για τις ικανότητές τους και του γυναικείου ως ερωτικό κάλεσμα.
Ποζεράς: Ο ξάδερφος του κάγκουρα με πλήρη εξοπλισμό. Αρέσκεται σε κάθε είδους φωτογράφηση και μπορείς να τον αναγνωρίσεις εύκολα στα social όπου ανεβάζει φωτογραφίες δίπλα στη σταθμευμένη του μοτοσυκλέτα με στόχο τα likes, ή ακόμη και στην πίστα όπου καθυστερεί τους υπόλοιπους έχοντας μοναδικό σκοπό να ξύσει το γόνατό του.
Δικαστής: Πολύ καλός οδηγός με ειδικότητα στις κόντρες. Είναι το αδιαφιλονίκητο φαβορί σε κάθε μονομαχία και επιδιώκει καθαρή νίκη χωρίς δυνατότητα έφεσης.
ΚουλοΜαρία: Οδηγός μειωμένων ικανοτήτων που δεν μπορεί να πάει γρήγορα ή αποτυγχάνει σε συγκεκριμένες δοκιμασίες. Συνήθως καθυστερεί την παρέα σε ομαδικές εξορμήσεις, ενώ προκαλεί μποτιλιάρισμα το πρωί στην πηγμένη Κηφισίας.
Ευθειάκας: Τον ξεχωρίζεις από τα απάτητα πλαϊνά πέλματα των ελαστικών. Για αυτόν οι στροφές είναι απλώς ένα κομμάτι ασφάλτου που παρεμβάλλεται μέχρι την επόμενη ευθεία. ¶λλωστε μόνο εκεί μπορεί να ανοίξει το γκάζι και να αισθανθεί περήφανος για τους 200+ ίππους της μοτοσυκλέτας του.
Μυρωδιάς: Αυτός που έχει άποψη για όλα τα θέματα και υποστηρίζει ότι έχει άπειρες γνώσεις, αλλά στο τέλος αποδεικνύεται τελείως άσχετος. Δεν έχει ούτε μυρωδιά από όσα δήλωνε ότι γνώριζε. Λέξεις που χρησιμοποιεί συχνά: Ντρόμπες, κεφαλάρι, κύλιντρα, βετζίνα, καμπρυλατέρ.
Νεκρόφιλος: Λάτρης και πιθανότατα συλλέκτης μοτοσυκλετών του περασμένου αιώνα.
Καφετεριάκας: Αράζει σε δημοφιλείς καφετέριες με φρεσκοπλυμμένο ακριβό μοντέλο συνήθως supersport, ενίοτε φοράει ολόσωμη φόρμα και πίνει φρέντο εσρπέσο με μια κουταλιά μαύρη ζάχαρη. Μοναδικός σκοπός να τραβά τα βλέμματα όταν παρκάρει ακριβώς μπροστά από την είσοδο.
Του έριξα μια κολώνα: Αποτελεί μονάδα μέτρησης σε κόντρες και είναι η απόσταση που έχουν δύο κολώνες της ΔΕΗ.
Ψεκάζει ζουμιά: Μόνιμη δικαιολογία που ξεστομίζουν όσοι τρώνε κολώνα σε κάποια κόντρα. Αποδίδουν την ήττα τους σε κρυφό όπλο του αντιπάλου , δηλαδή σύστημα ψεκασμού με Nitro.
Γράφει: Η μοτοσυκλέτα έχει πολύ δύναμη αλλά σπινάρει συνεχώς.
Φίδια: Τα γνωστά σε όλους παντιλίκια με συνεχόμενη όμως ολίσθηση του πίσω τροχού από τη μία πλευρά του δρόμου στην άλλη.
Ψαράκι: Όταν η σχεδίαση του παπιού αδυνατεί να προσφέρει την καλύτερη αεροδυναμική στην κόντρα, ο αναβάτης παίρνει τον πρώτο λόγο ξαπλώνοντας στη σέλα του (οι βιρτουόζοι του είδους, αλλάζουν ταχύτητες με το χέρι).
Λαμπάδα ή καντήλι: Περιγράφει την εκτέλεση κατακόρυφης σούζας όπου το μηχανάκι σηκώνεται στη μια ρόδα σχεδόν κάθετα θυμίζοντας λαμπάδα ή ευθυτενής φλόγα από καντήλι.
Καπάκι: Όταν η σούζα καντήλι δεν έχει την κατάληξη που περιμένεις και καταλήγει σε πτώση με τον αναβάτη χωμένο από κάτω της
Μαλλιά: Όταν κάποιος οδηγεί πολύ γρήγορα.
Μπήκε φέτες βγήκε τρίμματα: Ή αλλιώς ότι αρχίζει ωραία τελειώνει με πόνο. Η γρήγορη είσοδος σε μια στροφή που οδηγεί σε πτώση και σκορπισμένα τμήματα της μοτοσικλέτας παντού.
Αγόρασε οικόπεδο: Εάν κάποιος φύγει σε μια στροφή πλησίον αγροτεμαχίου, αυτομάτως γίνεται κάτοχος ιδιοκτησιακού τίτλου του συγκεκριμένου οικοπέδου χωρίς παρουσία συμβολαιογράφου.
Τον κέρασε τσάι: Παρομοίωση που χρησιμοποιείται σε κόντρες όπου ο ηττημένος θα χρειαστεί το συγκεκριμένο χαλαρωτικό αφέψημα για να χωνέψει το αποτέλεσμα.
Έγινε ρύζι: Όταν ο κινητήρας υποστεί ζημία και τα εξαρτήματα του σκορπίσουν σε μικρά κομμάτια.
Τα πήρε στη μασχάλη: Αλλη μια έκφραση που υποδηλώνει ζημιά στον κινητήρα σε τέτοιο βαθμό που ο ιδιοκτήτης χάριν αστεϊσμού χρειάστηκε να βάλει τα εξαρτήματα στη μασχάλη.
Καρατιμόνα: Τα τιμόνια με μεγάλο άνοιγμα, συνήθως σε streetfighter ή τουριστικά μοντέλα που κρατούν τον αναβάτη ξεκούραστο.
Πατήθρα: Δεν είναι κάτι άλλο από τα γνωστά μας ποδοστήρια ή μαρσπιε.
Στέκα: Το κεντρικό σταντ της μοτοσικλέτας, λόγω σχήματος.
Κοκωβιός : Το πίσω μέρος των σπορ μοτοσυκλετών, συνήθως αυτών που διαθέτουν μονόσελο κάλυμμα
Καζάνι ή θερμοσίφωνας: Όρος που περιγράφει τα μεγάλα και κακοσχηματισμένα τελικά της εξάτμισης.
Τσιμπουκόφωνο: Στην περίπτωση αυτή αναφερόμαστε στην εξάτμιση ενός δίχρονου μοντέλου.
Κολοκοτρώνης: Μοτοσυκλέτα τουλάχιστον 30 ετών.
Ξυρίζει: Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στην αξιοθαύμαστη απόδοση ενός κινητήρα ή για τα συγχαρητήρια στον μηχανικό που τον βελτίωσε.
Χαρτί: Μοτοσυκλέτα σε εξαιρετική κατάσταση, προσεγμένη σε κάθε της σημείο .
Λαδιέρα: Κακορυθμισμένο δίχρονο ή κακοσυντηρημένο τετράχρονο που βγάζει ντουμάνια καπνού σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού.
Χάρχαλο-κακαράπης: Μοτοσυκλέτα σε άθλια κατάσταση που απλώς τσουλάει.
Μαμίσιο ή μανίσιο: Εξαρτάται πως καλείς την μητέρα σου, με αυτό τον τρόπο περιγράφεις ότι μια μοτοσικλέτα ή ένα εξάρτημα είναι εργοστασιακό χωρίς μετατροπές.
Σουμιές: Όταν οι αναρτήσεις της μοτοσυκλέτας είναι υπερβολικά μαλακές.
Κουμπαράς: Μοτοσυκλέτα που ζητά συνεχώς χρήματα για τη βελτίωση ή τη συντήρησή της.
Καναπέδες ή μπανιέρες: Συνηθισμένη φράση σκληροπυρηνικών μηχανόβιων που δεν μπορούν να ανεχτούν την ύπαρξη scooter στον ίδιο δρόμο με αυτούς. Αν δεν είναι μοτοσικλέτα, τότε είναι έπιπλο με ρόδες.
Κεφαλογυρίστρα: Όταν η εξωτερική ομορφιά αποτελεί προσόν και η αγαπημένη σου μοτοσικλέτα τραβάει τα βλέμματα. Εδώ παίζει ρόλο και η προσωπική πινελιά του ιδιοκτήτη με τις ξεχωριστές νότες που προσδίδει, αρκεί να μην το παρακάνει.
Το εργαλείο ξεμπαζώνει: Μοντέλο με μεγάλη ιπποδύναμη και εκρηκτικές επιδόσεις που βάζουν φωτιά στην άσφαλτο.
Κουδουνίστρα: Οι μοτοσικλέτες που παρουσιάζουν θόρυβο στο ρελαντί ή κραδασμούς κατά τη λειτουργία τους, χαρακτηρίζονται έτσι.
Πριόνι: Το μοτέρ που ανεβάζει γρήγορα στροφές θυμίζοντας αλυσοπρίονο στη λειτουργία του.
Τάφος ή μπρίκι ή κατσαρόλα: Οι συγκεκριμένες λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν μία-μία ή και όλες μαζί και χαρακτηρίζουν ένα αργό μοντέλο με μικρή ιπποδύναμη και ισχνές επιδόσεις
Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι
Ένα λεξικό που δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη!
Για να γνωρίζεις τα πάντα και να μπορείς να σταθείς σε κάθε σοβαρή συζήτηση σε καφετέριες και όχι μόνο.
Αν ξεχάσαμε κάτι, γράψτε το στα σχόλια