Το ανεστραμμένο πιρούνι: ορόσημο στην ιστορία της μοτοσυκλέτας
Η γέννησή του στον χώρο του Motocross
Περνάει στις μοτοσυκλέτες δρόμου
Γιατί χρησιμοποιείται ακόμα ο παλιός τύπος;
Τα μειονεκτήματά του
Η γέννησή του στον χώρο του Motocross
Το ανεστραμμένο πιρούνι γεννήθηκε για την εκτός δρόμου οδήγηση και θεωρείται πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε "σοβαρή" on-off μοτοσυκλέτα. Οι πρώτες εφαρμογές του ήταν το 1980 με το πιρούνι Steve Simons και της WP το 1983 σε ΚΤΜ 495. Κατασκευαστικά, η δομή του προσδίδει το πλεονέκτημα της μεταφοράς βάρους στο πάνω μέρος του με αποτέλεσμα να βελτιώνει κατά πολύ την δυναμική οδήγησης. Παράλληλα, καθώς η περιοχή του λαιμού είναι το σημείο που δέχεται τις εντονότερες πιέσεις, το ανάποδο πιρούνι μειώνει τις στρεβλώσεις που ενδέχεται να εμφανιστούν εκεί καθώς "δένεται" στο ψηλότερο σημείο του, αυξάνοντας έτσι την ακαμψία του. Με βελτιωμένη λοιπόν ακαμψία, βελτιώνεται και ο χειρισμός της.
Το πέρασμα στις μοτοσυκλέτες δρόμου
Παρόλο που εφευρέθηκε για τις εκτός δρόμου μοτοσυκλέτες σύντομα πέρασε και στις προοριζόμενες για την άσφαλτο, προσδίδοντας μαζί με κάποια πλεονεκτήματα (μικρότερα από εκείνα που δίνουν στις off-road) και αισθητική αναβάθμιση σε αυτές. Οι πρώτες μοτοσυκλέτες δρόμου με ανεστραμμένο πιρούνι ήταν της κατηγορίας SuperSport, για παράδειγμα οι: Cagiva C587 και C588 (1987, 1988) και Suzuki GSX-R 1100 το 1989, αλλά και φινετσάτα ιταλικά 125άρια. Στις αγωνιστικές βέβαια εφαρμόστηκε νωρίτερα από ότι στις παραγωγής και μάλιστα στα 500άρια του World Speed Championship, όπου η τεχνολογία τους αναπτύχθηκε περισσότερο. Μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα εγκαθιδρύθηκαν ως νέα σταθερά, σε σημείο που η μη χρήση τους γινόταν πολλές φορές κατακριτέα (όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του Honda VFR800).
Αν σου άρεσε: Κοινοποίησέ το »
Γιατί χρησιμοποιείται ακόμα ο παλιός τύπος
Σε ένα μη αγωνιστικό περιβάλλον είναι σχεδόν ανεπαίσθητη η ακαμψία στο χαμηλό μέρος ενός σύγχρονου, παραδοσιακού τύπου, τηλεϋδραυλικού πιρουνιού, ακόμα και στα πιο δυνατά φρεναρίσματα, για αυτό και η Honda το χρησιμοποίησε στο VFR800. Πολλά μοντέλα μεσαίου κυβισμού χρησιμοποιούν ακόμα αυτού του τύπου τα πιρούνια, όπως και η Yamaha στο MT-07. Αυτό συμβαίνει διότι η ποιότητά τους εξαρτάται, πέρα από τη δομή τους, από την τεχνολογία των υδραυλικών θαλάμων που αναλαμβάνουν την απόσβεση των ελαστικών δυνάμεων επαναφοράς των ελατηρίων, αφού αυτά έχουν συμπιεσθεί με το "χτύπημα" μίας λακκούβας η εμποδίου. Εάν δεν είχαν μελετηθεί τα εξαρτήματα αυτά, τότε οι αναρτήσεις θα έκαναν την μοτοσυκλέτα να "χοροπηδάει" πάνω-κάτω για πολλά μέτρα μετά το εμπόδιο. Η τελευταία λέξη της τεχνολογίας βέβαια στα πιρούνια, είναι για πολλά χρόνια πλέον προνόμιο των ανεστραμμένων και όχι των παραδοσιακών.
Τα μειονεκτήματά του
Τα μειονεκτήματά τους είναι σχεδόν ανύπαρκτα, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι αν υπάρξουν προβλήματα στεγανοποίησης στις τσιμούχες, είναι πιθανότερο να πέσει λάδι στα δισκόφρενα ή να χαθεί μεγάλη ποσότητα λαδιού λόγω της βαρύτητας. Από την άλλη βέβαια, για να συμβεί αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αστοχία σε κάποιο προϊόν (στις τσιμούχες ή και στα ίδια τα καλάμια/τοιχώματα της ανάρτησης). Αντιθέτως τα παραδοσιακά πιρούνια ακόμα κι αν έχουν πρόβλημα στις τσιμούχες, χάνουν λιγότερα λάδια και συντηρούνται ευκολότερα και πάλι χάρη στη βαρύτητα για αυτό και χρησιμοποιούνται ευρέως σε μοτοσυκλέτες μικρομεσαίου κυβισμού στην ασιατική αγορά. Παρόλα αυτά όμως, το γεγονός ότι τα ανεστραμμένα πιρούνια αποτελούν σταθερά και συνεπώς κορυφή στις μπροστινές αναρτήσεις είναι αδιαμφισβήτητο.