Aν κάποιος έχει ασχοληθεί ακόμα και λίγο με την ιστορία των δύο τροχών, είναι αδύνατον να αντικρύσει το Thruxton και να μην θελήσει έστω μια βόλτα γύρω από το τετράγωνο. Η μοτοσικλέτα «φωνάζει» την βρετανική καταγωγή της και η ηχώ αυτή της φωνής επιστρέφει γεμάτη παράδοση και θρύλους. Με το που ανέβεις στην σέλα του Thruxton, μπαίνεις σε ένα νοσταλγικό τριπάκι. Ακόμα και αν έξω έχει κοντά στους 40 βαθμούς, θα «ζεστάνεις» το μοτέρ, θα φορέσεις αργά τα δερμάτινα γάντια και γενικά θα κάνεις όλες αυτές τις –αχρειάστες- μικρές ιεροτελεστίες, όχι ψυχαναγκαστικά, απλά επειδή θέλεις να ζήσεις την εμπειρία στο έπακρο.
Ο κινητήρας δεν ακούγεται πολύ στο ρελαντί και στις κούφιες γκαζιές ανταποκρίνεται μετά συνοδείας ενός υπόκωφου βρυχηθμού. Δεν ανεβάζει στροφές σαν τετρακύλινδρο japan αλλά σου δίνει να καταλάβεις ότι αρκετά άλογα και πολύ ροπή προσθέτονται σε κάθε μικρό βήμα της βελόνας του στροφόμετρου. Aκόμα δεν έχεις διανύσει ούτε ένα μέτρο και αντιλαμβάνεσαι το «οργανικό» δούλεμα, σαν να είναι ζωντανό το μοτέρ, «αναλογικό», vintage αλλά και… τσαμπουκαλεμένο. Η πρώτη μπαίνει στο θετικό κιβώτιο, αφήνεις συμπλέκτη και αισθάνεσαι την ροπή να «ρέει» προς το πίσω ελαστικό, σαν ο τεράστιος όγκος νερού ενός ποταμού να σε ωθεί μπροστά.
Ανοίγοντας περισσότερο τα γκάζι, ο ποταμός αυτός γίνεται πιο ορμητικός και επιμένοντας ακόμη περισσότερο… χείμαρρος! Αδιαμφισβήτητα το Thruxton R είναι γρήγορη μοτοσικλέτα, έχει πολύ περισσότερα άλογα από αυτά που χρειάζονται για να ικανοποιηθεί το «ρετρό» πρόσχημα και όσο πρέπει για να το χαρακτηρίσεις sport. Δεν έχουν νόημα όμως οι απόλυτες τιμές και οι συγκρίσεις, θα μπορούσε να βγάζει 140 άλογα αλλά να είναι άλλος ένας “τεχνοκρατικός” κινητήρας, που απλά κάνει την δουλειά του, “κουμπωμένος” σε μια μοτοσικλέτα που απλά γεμίζει την γκάμα της εταιρείας. Εδώ μιλάμε για αίσθηση και από αυτή τη Thruton R έχει πολύ και την προσφέρει πλουσιοπάροχα! Ο τρόπος που επιταχύνει η μοτοσικλέτα στις μεσαίες (και όχι μόνο) είναι απλά απολαυστικός και σε βάζει στην -ανούσια για τον εξωτερικό παρατηρητή- διαδικασία του του να επαναλαμβάνεις “γκαζώματα” ξανά και ξανά και ξανά, για να πάρεις την “δόση” σου. Και αν θέλετε να μιλήσουμε για ισχύ, στα καλοκαιρινά... παγοδρόμια της πόλης, το Thruxton R έβαζε την υπογραφή του για πλάκα με 4η ταχύτητα, ενώ με μικρότερες σχέσεις επιδιδόταν επίσης σε ανατάσεις του μπροστινού τροχού. Για αυτό και το traction control δεν είναι τελικά καθόλου παράταιρο: παρ΄όλο που το γκάζι είναι απόλυτα γραμμικό και ελεγχόμενο, αν ξεχαστείς λίγο και ο δρόμος είναι κλασσικής ελληνικής κατασκευής (και πρόσφυσης), μπορεί η κατάσταση να εξελιχθεί άσχημα.
Ναι στο TC και ναι και στα riding modes που προσαρμόζουν την απόδοση του μοτέρ αναλόγως των περιστάσεων (στο rain “γλυκαίνει” πολύ). Πρόκειται λοιπόν για μια “κινητηροκεντρική” μοτοσικλέτα, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από αυτό το εργοστάσιο παραγωγής απολαυστικής ισχύος και έτσι είναι το σωστό για τέτοιους είδους μοτοσικλέτες! Αλλά αν το μοτέρ ορίζει εν πολλοίς το Thruxton R, το στήσιμο του υποστηρίζει την sport πλευρά του. Όπως είδαμε στην σχετική παράγραφο, μιλάμε για κορυφαίες μονάδες σε αναρτήσεις και φρένα, συνδετικός κρίκος των οποίων αποτελεί ένα στιβαρότατο πλαίσιο. Την μοτοσικλέτα την αισθάνεσαι σαν ένα ενιαίο κομμάτι, με ένα εξαιρετικής πληροφόρησης μπροστινό.
Το πιρούνι “διαβάζει” επιμελώς το δρόμο, αποσβένοντας τις ανωμαλίες πολύ γλυκά, χωρίς κοπανήματα και απότομες αντιδράσεις και δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν λέγαμε ότι θα μπορούσε άνετα να τοποθετηθεί και σε supersport μοτοσικλέτα! Σε ότι αφορά στα φρένα, είναι απλά “καρυοθραύστες” και εξηγώ αμέσως τι σημαίνει αυτό: την πρώτη φορά που πάτησα την μανέτα του μπροστινού, η ισχύς της πέδησης ήταν τέτοια, που όλο μου το σώμα μετατοπίστηκε βίαια μπροστά και ο καβάλος μου συνάντησε επίσης απότομα το πίσω μέρος του ρεζερβουάρ... πόνεσα και πήρα το μάθημα μου λοιπόν! Πανίσχυρα τα φρένα, αρκεί ένα χάδι στην μανέτα για να σταματήσουν πειστικά το Thruxton R από οποιαδήποτε ταχύτητα και προσφέρουν παράλληλα εξαιρετική αίσθηση και γραμμικότητα.
Η απουσία αρχικού δαγκώματος καταγράφεται στα θετικά, αφού συνάδει με την γενικότερη “αναλογική” λειτουργία της μοτοσικλέτας. Κορυφαία η απόδοση και στο πίσω μέρος, με το φρένο να λειτουργεί άψογα στα επικουρικά του καθήκοντα επιβράδυνσης και σταθεροποίησης του συνόλου.
Σε ότι αφορά στα αμορτισέρ, καταφέρνουν να διαχειριστούν τις... κτηνώδεις επιδρομές της ισχύος στο πίσω ελαστικό, χωρίς να διαταράσσουν την ισορροπία, ενώ το κρατάνε σε επαφή με το δρόμο. Παρά την απουσία μοχλικού και προοδευτικής / γεωμετρικής συμπίεσης, δεν “ξεραίνουν” την μέση του οδηγού και μόνο στην περίπτωση όπου κανείς θα περάσει με μεγάλη κλίση πάνω από εργολαβικές κακοτεχνίες θα δείξουν -αναπόφευκτα- κάποια υστέρηση αλλά και πάλι όχι σε ανησυχητικό βαθμό. Με όλα αυτά τα εφόδια λοιπόν, το Thruxton R είναι αναμφίβολα sport. Όχι “νεορετρό τύπου sport” ή “τηρουμένων των αναλογιών sport”. Sport με την σημερινή έννοια και άμεσα συγκρίσιμο με τις σύγχρονης φόρμας μοτοσικλέτες που θέλουν να φέρουν αυτό τον τίτλο. Σε δρόμους με στροφές μπορεί να διασκεδάσει πολύ τον αναβάτη του και να επιδοθεί σε κυνηγητό με ότι άλλο παίζει στην παρέα ή απλά έτυχε να περνάει από εκεί.
Το μόνο που χρειάζεται, όπως και σε όλες τις μοτοσικλέτες άλλωστε, είναι να εκμεταλλευτεί κανείς τα ατού του και να πέσει στον σκόπελο των όποιων υστερήσεων, κάτι που στην περίπτωση του Thruxton R, σημαίνει ότι ξεχνάμε το κιβώτιο ταχυτήτων, μια τρίτη αρκεί. Επίσης, βασιζόμενοι στα εξαιρετικά φρένα, μπορούμε να καθυστερήσουμε αρκετά την πέδηση πριν την είσοδο στη στροφή, κερδίζοντας αρκετά μέτρα. Η μοτοσικλέτα παίρνει γρήγορα κλίση και όσο πιο γρήγορα στην σηκώσει κανείς, τόσο θα κερδίσει από το γκάζι στην έξοδο. Αυτό σημαίνει βέβαια μεγάλες κλίσεις αλλά το Thruxton R δεν έχει κανένα πρόβλημα σε αυτό, τα μαρσπιέ δεν βρίσκουν κάτω και τα φανταστικά Diablo Rosso Corsa ελαστικά της Pirelli, προσφέρουν πάρα πολύ υψηλά επίπεδα πρόσφυσης. Το Thruxton παραμένει «βιδωμένο» στην άσφαλτο και σταθερότατο σε κάθε περίπτωση και αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και από τα μεγάλης μάζας περιστρεφόμενα στοιχεία του κινητήρα. Μπορεί η Triumph να κάνει λόγο για ελαφρύτερο στρόφαλο αλλά η αλήθεια είναι πως όταν αλλάζεις κατεύθυνση στην μοτοσικλέτα, θέλει περισσότερο προσπάθεια συγκριτικά με ένα «αέρινο» supersport π.χ. Δεν μιλάμε βέβαια για κάτι που συνιστά πρόβλημα, προσωπικά το κατατάσσω σε στοιχείο «χαρακτήρα».
Φυσικά μια μοτοσικλέτα όπως αυτή θα κληθεί πολλές φορές να βολτάρει τον ιδιοκτήτης της και αυτό είναι ένα πεδίο όπου επίσης το Thruxton R διαπρέπει. «Ρολάρει» με 4η (οκ, με την βοήθεια του συμπλέκτη στις πολύ χαμηλές) σαν ένα τεράστιο αυτόματο, εκπέμποντας απολαυστικούς παλμούς και όποτε ο αναβάτης το θελήσει, «χουφτώνει» το γκάζι και η μοτοσικλέτα ορμάει να καταπιεί το δρόμο. Η θέση οδήγησης δεν κουράζει, έχει γραφτεί και πιο πάνω αυτό, οπότε και τα ταξίδια συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο δράσης του Thruxton R. Από επαρχιακούς όπως αντιλαμβάνεται κανείς είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος αλλά ακόμα και στην εθνική, η διαδικασία δεν είναι καθόλου βαρετή και αυτό οφείλεται και πάλι στον κινητήρα και στον τρόπο που επιταχύνει. Η μοτοσικλέτα μπορεί να ταξιδεύει… αιώνια με 160 χλμ. / ώρα με την πίεση του αέρα να αντισταθμίζει το σκυφτό της θέσης οδήγησης, ενώ τα όργανα, κόβουν έναν σημαντικό μέρος των αναταράξεων.
Από αυτές τις ταχύτητες, υπάρχει άμεσο και πολύ γκάζι για προσπεράσεις ή γενικώς για υπερβάσεις (προσωπικές ή ότι άλλο), ενώ η τελική, ξεπερνά τα 200 χλμ. / ώρα, (220 είδαμε στο κοντέρ επιμένοντας). Δεν έχει βέβαια νόημα ή GT φιλοσοφία σε μια μοτοσικλέτα σαν και αυτή, όσοι όμως σκοπέυουν να την χρησιμοποιήσουν συχνά σε μεγάλες βόλτες και ταξίδια, υπάρχουν στον κατάλογο των αξεσουάρ ζελατίνες, σέλες, βαλίτσες, ακόμα και ένα πανέμορφο café racer sami fairing.