Το Thruxton είναι άνετο σε βαθμό που δεν το περιμένει κανείς , αν αναλογιστεί τα σχετικά χαμηλά τοποθετημένα clip on και τα τραβηγμένα προς τα πίσω μαρσπιέ. Η θέση οδήγησης είναι σίγουρα sport αλλά όχι ακραία, δύσκολα θα υπάρξει αναβάτης που θα την βρει άβολη και κουραστική, τουλάχιστον εντός πόλης και σε κοντινές βόλτες. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς, άμεσα, όταν ανέβει στο Thruxton, είναι αυτή του «πάνω» στην μοτοσικλέτα και όχι «μέσα». Το σχήμα της σέλας επιτρέπει στους μηρούς να αγκαλιάζουν το ρεζερβουάρ, ενώ όντας μεγάλη σε μήκος και επίπεδη, δεν εμποδίζει τις μετακινήσεις του σημείου… έδρασης.
Σε ότι αφορά στον συνεπιβάτη απλά δεν προβλέπεται, τουλάχιστον όχι αν δεν τοποθετήσει κανείς το optional kit με την διπλή σέλα και τα μαρσπιέ συνοδηγού. Οι διακόπτες (που θα τους θέλαμε μεταλλικούς είναι η αλήθεια) βρίσκονται στις θέσεις που τους περιμένει κανείς, χωρίς να αναγκάζουν τους αντίχειρες σε υπερεκτάσεις για τους φτάσουν, ενώ για την περιήγηση και την χρήση του menu στους ψηφιακούς πίνακες των αναλογικών οργάνων, δεν χρειάζεται φύγουν τα χέρια από το τιμόνι.
Έκπληξη και από τους καθρέπτες, οι οποίοι είναι πανέμορφοι και συνάδουν με την γενικότερη αισθητική της μοτοσικλέτας αλλά λόγω σχήματος, επιφάνειας και θέσης, πιστεύεις ότι θα είναι απλά… «διακοσμητικοί». Λάθος! Προσφέρουν ευρύ πεδίο θέασης προς τα πίσω και δεν θολώνουν ακόμα και σε υψηλές ταχύτητες. Ομολογώ ότι ήμουν γενικά κάπως επιφυλακτικός με το Thruxton R, περίμενα ότι θα έχει θυσιαστεί ένα μέρος της άνεση και θα προκύπτουν εργονομικά προβλήματα, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η Brit Race αισθητική. Ε λοιπόν, εντελώς αβάσιμοι οι φόβοι μου! Πρόκειται για μια φιλική και –τηρουμένων των αναλογιών- άνετη μοτοσικλέτα που δεν σε αναγκάζει να το σκεφτείς δύο και τρεις φορές πριν την καβαλήσεις, θέτοντας περιορισμούς στο που και πότε θα πάς. Μίζα και έφυγες, για όπου…