Η μοτοσικλέτα της δοκιμής έφερε την σέλα comfort, η οποία σε σχέση με την standard έχει σαφώς πιο ανατομική σχεδίαση και εμφανές «σκαλοπάτι» που διαχωρίζει τις θέσεις του οδηγού και του συνεπιβάτη.
Στα 895 χλστ. που απέχει από το έδαφος (standard σέλα: 880 χλστ.) είναι ψηλή και θα προβληματίσει αναβάτες από 1.75 μ. και κάτω, αναγκάζοντας τους να πατάνε με την μύτη του ενός ποδιού στο έδαφος για την στήριξη της μοτοσικλέτας σε στάση.
Η BMW βέβαια διαθέτει χαμηλή σέλα στην γκάμα των αξεσουάρ της, στα 850 χλστ., ενώ υπάρχει και η δυνατότητα περεταίρω χαμηλώματος της μοτοσικλέτας μέσω ειδικού kit, στα 820 χλστ.
Το σώμα πάνω στην μοτοσικλέτα τοποθετείται σε «κλασική» On-Off θέση, με τον κορμό όρθιο και τα άκρα σε χαλαρές γωνίες. Η μετάβαση στην –απαραίτητη για οδήγηση εκτός δρόμου- όρθια θέση οδήγησης γίνεται εύκολα, με το φαρδύ τιμόνι να βρίσκεται στο σωστό ύψος.
Ο συνεπιβάτης κάθεται και αυτός άνετα (μιλάμε πάντα για την σέλα comfort που ανήκει στον προαιρετικό εξοπλισμό) με τα μαρσπιέ του να βρίσκονται σε θέσει που δεν προκαλεούν μεγάλες γωνίες στα πόδια, ενώ έχει επίσης στην διάθεση του δυο χειρολαβές που προσφέρουν πολύ καλή στήριξη.
Τα χειριστήρια, τα οποία εδώ και καιρό έχουν νορμάλ διάταξη, αντί τις περίεργης BMW που γνωρίζαμε πριν κάποια χρόνια, είναι πολύ υψηλής ποιότητας και η πρόσβαση σε αυτά δεν δημιουργεί κανενός είδους εργονομικά προβλήματα.
Από το τιμόνι ο οδηγός έχει πρόσβαση σχεδόν στα πάντα, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων για τα ASC και ESA, των θερμαινόμενων grip και του menu στον πίνακα οργάνων.
Σε ότι αφορά στον τελευταίο, αυτός αποτελείται από δύο αναλογικά κοντέρ (ταχύμετρο και στροφόμετρο) που πλαισιώνονται στα αριστερά από μια στήλη ενδεικτικών λυχνιών και στα δεξιά, από μια ψηφιακή οθόνη με πληθώρα extra πληροφοριών.