Η απόκριση του CVT δεν παρουσιάζει καθυστέρηση, γεγονός που θα αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο στο καθημερινό σταμάτα-ξεκίνα της πόλης.
Το στοιχείο που ενθουσιάζει στο Runner είναι οι δυναμικές επιταχύνσεις από στάση, καθώς το CVT είναι άμεσο στη λειτουργία του και δεν υπάρχει καθυστέρηση στην απόκριση. Στο "βίαιο" άνοιγμα του γκαζιού η βελόνα καρφώνεται λίγο μετά τις 7.000 σ.α.λ. (με μια υποψία κομπιάσματος στις 4.000 σ.α.λ.) και τα χιλιόμετρα ανεβαίνουν γοργά. Τα πρώτα 90 χλμ/ώρα έρχονται χωρίς να το καταλάβεις (σε αυτό συμβάλει η αθόρυβη λειτουργία και απουσία δονήσεων) και αυτό βέβαια χρειάζεται αρκετή προσοχή. Το αντίβαρο στις εκρηκτικές (με δεδομένο τον κυβισμό του) επιταχύνσεις αποτελούν τα δύο δισκόφρενα, τα οποία δουλεύουν στα "κόκκινα" και απαιτούν μια μικρή εξοικείωση (λόγω της μέτριας αίσθησης), αλλά είναι αποτελεσματικά. Μέσα στην πόλη, η ευελιξία του είναι παροιμιώδης και μετατρέπεται εύκολα σε "εργαλείο" (αν βέβαια συμβιβαστείτε με τις σκληρές αναρτήσεις), ενώ μεγάλες είναι και οι δυνατότητες του VXR 200 σε περιαστικές διαδρομές, καθώς μπορεί να κρατά με ευκολία ταχύτητες πάνω από 100 χλμ.(με τελική κοντά στα 135 χλμ.). Στις στροφές -ακόμα και στις πολύ κλειστές- συμπεριφέρεται πολύ καλά, με ατού τα φαρδιά ελαστικά και τους μεγάλους σχετικά τροχούς (14 ίντσες μπροστά, 13 πίσω), με μοναδική "παραφωνία" την αδυναμία του πιρουνιού να "διαβάσει" σωστά το δρόμο, όταν τα χιλιόμετρα ξεπεράσουν τα 120.