5 γυμνά με λιγότερα από 4.000 ευρώ

Ξεφεύγουν από την μονοτονία της απλής μετακίνησης, προσδίνοντας στιγμές απόλαυσης και σπορ οδηγικής συμπεριφοράς. Μοτοσυκλέτες που θέλουν να αφήσουν το δικό τους στίγμα σε μια κατηγορία που έχει πάρει φωτιά τα τελευταία χρόνια.

SUZUKI: Απέκτησε το ισχυρό GSX-S1000GX

Bajaj Pulsar NS 200: 2.990 ευρώ

Το Pulsar NS 200, δεν είναι μόνο το ότι ανταποκρίνεται πλήρως στις όποιες «υποχρεώσεις» εκπορεύονται από την κατηγορία που ανήκει, είναι κυρίως το ότι υπερβαίνει τον πήχη και προσφέρει περισσότερα. Sport το γενικό ύφος που κινείται η σχεδίαση του, χωρίς όμως αυτό να λειτουργεί εις βάρος της πρακτικότητας. Είναι «στιβαρό» σαν κατασκευή, με καλές αρμόσεις και βαφή, ενώ τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί, δεν είναι σε καμία περίπτωση ευτελή. Στη σέλα του, θα βολευτούν βραχύσωμοι αλλά και πολύ ψηλοί αναβάτες, καθώς οι πρώτοι δεν θα έχουν πρόβλημα στο «κουμάντο» της μοτοσικλέτας λόγο της πολύ ελαφριάς της αίσθησης και οι δεύτεροι, θα βρουν άνετα τοποθετημένα τα μαρσπιέ και  πολύ χώρο για τα γόνατα τους στις εσοχές του ρεζερβουάρ. Παράπονο δεν θα εκφραστεί ούτε από τον συνεπιβάτη, καθότι το τμήμα της σέλας που του αναλογεί είναι μεγάλο και άνετο, ενώ έχει στην διάθεση του και δύο χειρολαβές για στήριξη. Ο κινητήρας είναι μια τετράχρονη, μονοκύλινδρη, υγρόψυκτη μονάδα. Οι ομοιότητες σε σχέση με τον κινητήρα του 200 Duke της KTM, είναι πάρα πολλές, πρακτικά είναι ίδιος με λίγα λόγια και η τροφοδοσία, γίνεται με ηλεκτρονικό ψεκασμό.  Η απόδοση του είναι 23,5 ίπποι στις 9.500σ.α.λ. και 1,87 kg-m ροπής στις 8.00σ.α.λ.  Μπαίνοντας στην αστική αρένα, αρχίζει να αποδίδει στην πράξη. Ευελιξία, πολύ εύκολες αλλαγές κατεύθυνσης και χωρίς καν να το καταλάβεις, έχεις αφήσει πίσω σου όλο το μποτιλιάρισμα και είσαι πρώτος στο φανάρι. Το Pulsar ξεκινά δυναμικά και επιταχύνει θετικά σε όλο το φάσμα των στροφών λειτουργίας, φθάνοντας τα 140 χλμ./ώρα εύκολα ενώ για τα 155, χρειάζεται ανοικτός δρόμος και ευνοϊκές συνθήκες. Καθόλου άσχημα για 200άρι! Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο όμως, είναι η απίστευτη ελαστικότητα του κινητήρα, που μπορεί να δουλεύει αδιαμαρτύρητα με συνδυασμούς σχέσεων και ταχύτητας κύλισης 

 Bajaj Dominar 400: 3.980 ευρώ

Η Bajaj παρουσιάζει ένα πιο εξευγενισμένο μοντέλο σε σχέση με τα πιο ανήσυχα ΚΤΜ, το οποίο είναι άνετο και εύχρηστο στις αστικές συνθήκες και παράλληλα είναι ευκολοδήγητο και γρήγορο στον ανοιχτό δρόμο. Στον σχεδιασμό του Dominar είναι έκδηλα τα εξής δύο στοιχεία: Από τη μια ο cruiser χαρακτήρας του μοντέλου και από την άλλη, η αισθητική επιρροή από το Diavel της Ducati. Η συναρμογή των πλαστικών είναι άψογη ενώ εξαιρετική δουλειά έχει γίνει με την βαφή των πλαστικών και των επιμέρους μερών. Ποιοτικά λοιπόν, το μοντέλο της Bajaj βάζει τα γυαλιά σε ακριβότερες κατασκευές. Η φαρδιά σέλα, θα κρατήσει ξεκούραστο τον οδηγό σε πολύωρη χρήση. Ούτε και ο συνεπιβάτης θα εκφράσει παράπονα, καθώς το κομμάτι που του αναλογεί επαρκεί ακόμα και αν είναι μεγαλόσωμος. Ο τετράχρονος μονοκύλινδρος υδρόψυκτος κινητήρας με τη χωρητικότητα των 373 κυβικών και τον ηλεκτρονικό ψεκασμό, είναι ο ίδιος με αυτόν που χρησιμοποιούν τα Duke 390 και RC 390, αλλά έχει υποστεί μερικές τροποποιήσεις. Η απόδοση φτάνει τους 35 ίππους στις 8.000σαλ , 8 λιγότερους από το Duke, αλλά η ροπή είναι ίδια με τη μέγιστη τιμή να ανέρχεται στα 3,6 κιλά στις 6.500σαλ. Εργονομικά σημαδεύει την άνεση χωρίς να υπολείπεται σε σπορ αίσθηση. Αυτό ακριβώς αποκομίζεις και από τη λειτουργία του κινητήρα. Αμεσότητα στις εντολές του οδηγού και ομαλή απόκριση στο άνοιγμα του γκαζιού. Εντός των τειχών, το ινδικό μοντέλο αποδεικνύεται τρομερά ευέλικτο και ελίσσεται χωρίς δυσκολία ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Αλλάζει κατευθύνσεις με σαφήνεια και χάρη στο μακρύ μεταξόνιο και το 150άρι ελαστικό, βιδώνεται στην άσφαλτο χωρίς να χαζοσπινάρει. Τα 373 κυβικά δεν θέτουν περιορισμούς και έτσι το Dominar μπορεί να κινηθεί αξιοπρεπώς στον αυτοκινητόδρομο, έχοντας αρκετή ροπή για προσπεράσεις ακόμα και πάνω από τα 100 χιλιόμετρα/ώρα. Μπορεί να μην έχει την αμεσότητα του Duke, όμως παραμένει σταθερό με μεγάλα περιθώρια πρόσφυσης, παρέχοντας ικανοποιητικό feedback στον οδηγό. 

Benelli BN 251: 3.590 ευρώ

Οι κάτοχοι διπλώματος Α2 θα εκτιμήσουν τη φιλικότητα και την ευκολία χρήσης του ΒΝ 251, ενώ οι πιο έμπειροι θα ενθουσιαστούν από τη σπορ συμπεριφορά του και τον παιχνιδιάρικο χαρακτήρα του. Οι καμπύλες πάνω στη μοτοσυκλέτα δεν είναι πολλές και οι έντονες ακμές κυριαρχούν, δίνοντας έτσι μια άκρως επιθετική όψη στο ΒΝ 251, το μέγεθος του οποίου σε καμία περίπτωση δεν προδίδει τα κυβικά του. Τα στάνταρ ποιότητας έχουν ανέβει στην κατηγορία και το Benelli δεν έχει κανένα πρόβλημα να αντεπεξέλθει, αφού η συναρμογή των πλαστικών είναι καλή και δεν εμφανίζονται περίεργα τριξίματα. Το αφρώδες της σέλας είναι κάπως σκληρό και ίσως κουράσει, αλλά μόνο αν ο αναβάτης περάσει αρκετή ώρα πάνω στη σέλα και σε καμιά περίπτωση δεν γίνεται ενοχλητικό για όσο διαρκούν οι καθημερινές μετακινήσεις. Ευρύχωρο είναι και το ξεχωριστό σελάκι για τον συνεπιβάτη, ο οποίος έχει στη διάθεσή του μεγάλες και άνετες χειρολαβές για να στηρίζεται. Η καρδιά του BN 251 είναι ένας μονοκύλινδρος, υδρόψυκτος, 249,2 κυβικών εκατοστών που αποδίδει 25,8 ίππους στις 9.250σ.α.λ. και 2,16 κιλά ροπής στις 8.000σ.α.λ. Το «γραφείο» του BN 251 δεν είναι άλλο από το κέντρο της πόλης και αποδεικνύεται ιδανικός «εργαζόμενος». Το μικρό βάρος και το μεγάλο κόψιμο τιμονιού χαρίζουν ευελιξία σχεδόν αντίστοιχη με ένα παπί, καθώς δύσκολα θα ακινητοποιηθεί ανάμεσα σε σταματημένα αυτοκίνητα. Μπορεί άνετα να κινηθεί σε φιδίσιο επαρχιακό δρόμο και να σου δείξει εκεί ένα άλλο, πιο παιχνιδιάρικο πρόσωπο. Πλαγιάζει με μεγάλη ευκολία από στροφή σε στροφή, με τις αναρτήσεις να εμπνέουν σιγουριά και να είναι όσο σκληρές πρέπει. Ο κινητήρας είναι σύμμαχός σου, αφού ανεβάζει ακούραστα στροφές και επιταχύνει άμεσα και γλυκά τη μοτοσυκλέτα μέχρι τα 120 χιλιόμετρα, ενώ αν μείνεις στο γκάζι, θα δεις σύντομα την τελική των 140 χιλιομέτρων, ταχύτητα στην οποία η μοτοσυκλέτα παραμένει ακλόνητη. 

Daytona Oldtown: 2.150 ευρώ

Το Oldtown σε δελεάζει με την εμφάνιση, την ευκολία αλλά και την οικονομία που θα κάνεις  στο πορτοφόλι σου, τόσο από την τιμή της αγοράς όσο και από το θέμα της κατανάλωσης. Με εμφάνιση που παραπέμπει σε μοντέλα τις δεκαετίας του 60 και custom - café-racer κατασκευές , το Oldtown τραβούσε συνεχώς  βλέμματα κατά τη διάρκεια της δοκιμής. Όχι άδικα, καθώς δεν συναντάς εύκολα μοτοσυκλέτα 125 κυβικών που φωνάζει ρετρό από όπου και αν την κοιτάξεις. Η ποιότητα και η βαφή των μηχανικών μερών είναι ικανοποιητική για τα δεδομένα της κατηγορίας (πολύ καλή σχέση ποιότητας-τιμής). Η σέλα μπορεί να έχει όμορφη εμφάνιση και ικανοποιητικό χώρο για την κατηγορία, έχει όμως και αρκετά σκληρό αφρώδες  με αποτέλεσμα να γίνεται κουραστική για τα  μαλακά μόρια σχετικά γρήγορα. Ένας αερόψυκτος τετράχρονος μονοκύλινδρος, με 125 κυβικά, είναι ικανός να κινήσει με αξιοπρέπεια τα 127 κιλά της μοτοσυκλέτας, προσφέροντας παράλληλα ιδιαίτερα χαμηλή κατανάλωση. Με απλή σχεδίαση και ψεκασμό για την τροφοδοσία του καυσίμου, αποδίδει 11,6 ίππους στις 9.000 σ.αλ και 0,9 κιλά ροπής συμβαδίζοντας όπως επιτάσσει η εποχή, με τις προδιαγραφές Euro 4. Στην καθημερινή μετακίνηση μέσα στην πόλη θα κινηθεί με αξιοπρέπεια, αξιοποιώντας επίσης και τις μαζεμένες του διαστάσεις (ειδικά ανάμεσα από τα αυτοκίνητα). Ανοίγοντας το γκάζι, το Oldtown θα πιάσει εύκολα τα πρώτα 70χλμ/ ώρα που μπορεί να κρατά με άνεση, αφού η τελική που θα δεις στο κοντέρ αν επιμείνεις είναι 105 χλμ/ώρα. Το Oldtown είναι σταθερό σε όλες τις ταχύτητες, αλλά πάνω από τις 7.000 και μέχρι τις 9.000 σ.α.λ που είναι και το όριο του κινητήρα, εμφανίζονται κάποιοι κραδασμοί που ίσως ενοχλήσουν. Οι αναρτήσεις είναι όσο σφικτές χρειάζεται για να μην αισθάνεσαι το αίσθημα πλεύσης όταν στρίβεις, αλλά η σκληρή σέλα δεν βοηθά ώστε η ανωμαλίες της ελληνικής ασφάλτου να περάσουν τελείως απαρατήρητες. 

Suzuki GSX-S 125: 3.395 ευρώ 

Μοντέλα σαν το GSX-S 125 είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία η εικόνα των πόλεων να αποκτήσει ξανά ποικιλία. Ο σχεδιασμός είναι σύγχρονος και αιχμηρός με κεντρικό ρόλο να παίζουν ο μεγάλος μπροστινός προβολέας με τα φώτα θέσης LED και η ανασηκωμένη ουρά που θυμίζει μοτοσυκλέτα Supersport. Η σέλα του οδηγού είναι αρκετά ευρύχωρη επιτρέποντάς σου να κινηθείς πάνω της, όμως το σκληρό της αφρώδες θα σε κουράσει αρκετά γρήγορα, εκτός αν είσαι 18 χρονών. Στη θέση του συνεπιβάτη τα πράγματα γίνονται λίγο πιο δύσκολα, καθώς ο supersport σχεδιασμός θα επιτρέψει μόνο τις απαραίτητες κοντινές μετακινήσεις. Η καρδιά του μικρού GSX-S είναι ένας μονοκύλινδρος υγρόψυκτος κινητήρας 125 κυβικών. Η τροφοδοσία καυσίμου όπως σε όλες τις σύγχρονες μοτοσυκλέτες γίνεται με ψεκασμό και έτσι επιτυγχάνεται χαμηλή κατανάλωση χωρίς εκπτώσεις στην απόδοση, καθώς η τελευταία κυμαίνεται στα όρια του διπλώματος Α1, κάτι που μεταφράζεται σε 15 ίππους στις 10.000σ.α.λ με ροπή 1,16 κιλά στις 8.000σ.α.λ. Όταν καθίσεις στη σέλα του GSX-S πριν καν οδηγήσεις, εντυπωσιάζεσαι από το βάρος του (133 κιλά) το οποίο θα βοηθήσει ιδιαίτερα τους νεότερους και ίσως πιο μικρόσωμους αναβάτες. Ο συμπλέκτης είναι ιδιαίτερα μαλακός και ξεκινώντας διαπιστώνεις αμέσως πόσο εύκολα μπορείς να κινηθείς γρήγορα στο αστικό περιβάλλον. Φυσικά δεν είναι η δύναμη των 15 ίππων υπεύθυνη για αυτό, αλλά η στιβαρότητα και η ομοιογένεια που προσφέρει το GSX-S. Ο κινητήρας έχει γραμμική λειτουργία και είναι απλώς αξιοπρεπής στις χαμηλές στροφές, καθώς δείχνει τον καλύτερο του εαυτό από τις 8.000σ.α.λ μέχρι το όριο του κόφτη. Η τελική που είδαμε στο κοντέρ κρίνεται υπεραρκετή για τις συνθήκες των πόλεων, αφού ξεπέρασε τα 125χλμ/ώρα με τη μοτοσυκλέτα απόλυτα σταθερή. Σε φιδίσιο δρόμο στρίβει και αλλάζει πορεία με τη σκέψη, ενώ η ταχύτητα που μπορείς να διατηρείς ακόμα και σε κλειστές στροφές πραγματικά εκπλήσσει.