Τα 285(!) γεμάτα κιλά του, σε συνδυασμό με το ψηλό κέντρο βάρους (που γίνεται ακόμα πιο ψηλό στην έκδοση DCT) δεν ταιριάζουν εύκολα σε μικρόσωμνους αναβάτες. Μπορεί η σέλα να είναι επανασχεδιασμένη για καλύτερη πρόσβαση, αλλά οι έχοντες ύψος από 1.70 και κάτω, εξακολουθούν να πατάνε με την μύτη του ενος ποδιού κάτω. Ας το πούμε ξεκάθαρα. Οι κοντοί, ας προσπεράσουν. Οι ψηλοί, ευπρόσδεκτοι.
Μεγάλη προσοχή απαιτεί η έλλειψη συμπλέκτη (στην έκοδση DCT φυσικά) σε εκκινήσεις σε σαθρό οδόστρωμα, πεζοδρόμιο, ή στο βρεγμένο, καθώς παρά το Torque Control, η απότομη απόκριση χαμηλά, και η κτηνώδης ροπή μπορούν άνετα να στρέψουν τον πίσω τροχό μια-δυο φορές μέχρι να μπει το TC, με την πτώση να καραδοκεί. Καθώς δεν μπορείς να πατινάρεις, ο έλεγχος είναι δύσκολος, και το γκάζι χρειάζεται άπειρο σεβασμό. Στην πόλη, οι αναρτήσεις είναι αρκετά κοφτές σε λειτουργία, και δεν αποσβένουν καλά τις ανωμαλίες της ελληνικής ασφάλτου.
Αντίθετα, το C-ABS δουλεύει άριστα, και σε αφήνει άφωνο με την ασφάλεια που προσφέρει, ενώ το πίσω φρένο δεν μπλοκάρει σχεδόν με τίποτα, αντίθετα με πολλές άλλες μοτοσικλέτες. ‘Αριστη η ορατότητα από τους καθρέπτες, θηριώδεις οι μεσαίες στροφές, καλή σε προστασία η ζελατίνα, όμως ρυθμίζεται δύσκολα, με 4 βίδες! Ο άξονας και το DCT παράγουν αρκετό θόρυβο, ενώ παρά τη βελτίωση του, το σύστημα διπλού συμπλέκτη της Honda συνεχίζει να απαιτεί από τον αναβάτη να προσαρμοστεί εκείνος στη λειτουργία του συστήματος, και όχι το αντίθετο.
Στο μποτιλιάρισμα, και στο κέντρο της πόλης, το Crosstourer τα βρίσκει δύσκολα, τόσο λόγω διαστάσεων όσο και λόγω βάρους και έλλειψης συμπλέκτη, συνιστώσες που δυσκολεύουν το χειρισμό σε στριμωγμένες συνθήκες.