Tι να πρωτογράψει κανείς για μια χώρα που η μοτο-ιστορία της θα μπορούσε να γεμίσει τόμους; Αν θα έπρεπε όμως να διαλέξουμε το πιο χαρακτηριστικό δείγμα ιταλικής μηχανολογικής φινέτσας και μαεστρίας, εκείνο που άφησε το πιο βαθύ χνάρι στην ιστορία των δύο τροχών ... αυτό δεν θα ήταν ένα αλλά δύο! Γνωρίζοντας πως αφήνουμε απ΄έξω σημαντικότατες μοτοσικλέτες και εταιρείες, θα πούμε ότι Ιταλία σε ότι αφορά τουλάχιστον στην παράδοση, είναι Ducati και Moto Guzzi.
Αν και έχουν μεγάλη ιστορία (ειδικά η Guzzi) σημείωσαν τις περισσότερες επιτυχίες τους, εμπορικές και αγωνιστικές, με V2 αερόψυκτους κινητήρες. Στον διαμήκη άξονα η Ducati, προσθέτοντας σταδιακά δεσμοδρομική οδήγηση των βαλβίδων και ιμάντες αντί για καδένες/γρανάζια για την κίνηση των εκκεντροφόρων, στον εγκάρσιο άξονα η Guzzi, με τελική μετάδοση μέσω άξονα. Η πατρότητα του V2 της Ducati (ή μάλλον καλύτερα L2 λόγω της ορθής περιεχόμενης γωνίας μεταξύ των κυλίνδρων), ανήκει στον Fabio Taglioni, ο οποίος σχεδίασε έναν κινητήρα για αγωνιστική χρήση στα 750 κ.εκ. προκειμένου η Ducati να επαναδραστηριοποιηθεί σε αυτό το πεδίο. Από αυτόν τον κινητήρα εξελίχθηκαν και όλοι οι υπόλοιποι αερόψυκτοι και διβάλβιδοι L2 που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα την 900SS του 1975 που ήταν ό,τι πιο “στριφτέρο” πολιτικής χρήσης μπορούσε να αγοράσει κάποιος εκείνη την εποχή.
Ένα χρόνο μετά, παρουσιάστηκε μια άλλη ιστορική μοτοσικλέτα, η Le Mans της Moto Guzzi, με αερόψυκτο V2 κινητήρα εγκάρσια τοποθετημένο. Όπως και στην περίπτωση της 900SS, η Le Mans ήταν προϊόν εξέλιξης μιας ιδέας, η ιστορία της οποίας πηγαίνει πίσω στο 1960, όταν ο Giulio Cesare Carcano, σχεδιάσε την V7, την πρώτη Guzzi με αυτή την “περίεργη” διάταξη του κινητήρα. Le Mans και 900SS έγραψαν την δική τους ιστορία στα 70s, συστήνοντας στο ευρύτερο κοινό το περιβόητο ιταλικό στήσιμο και την άψογη για τα δεδομένα της εποχής οδηγική συμπεριφορά, όταν τα ιαπωνικά μοντέλα πήγαιναν απλώς ευθεία (και με διορθώσεις...).