Σε κάθε δοκιμή, όταν σταματάει η βόλτα, γράφω και μερικές σημειώσεις σε ένα κομμάτι οθόνης. Παραθέτω αποσπάσματα από τις σημειώσεις της δεύτερης μέρας στη δοκιμή του «R».
«Τα αέρια από το τελικό της εξάτμισης σκάνε πάνω στον αριθμό κυκλοφορίας, προσθέτοντας λίγο ακόμα θόρυβο στον υπέροχο σαματά.» «Σηκώνεται σούζα με πρώτη, με δευτέρα, με τρίτη.» «Πώρωση.» «Φτάνει με μια ανάσα τα 220 χιλιόμετρα την ώρα, όπου επεμβαίνει ο κόφτης.» «Θριαμβευτικές ρεπρίζ, δαιμονισμένες επιταχύνσεις, ξέσπασμα στις ψηλές στροφές.» Και μία ακόμη, σημαντική. «Πάρτε το από τα χέρια μου, σας παρακαλώ! Δεν ξέρω πια από πού κλείνει το γκάζι!» Ας πάρω μια ανάσα. Δεν έπρεπε να πιω και καφέ, πριν αγγίξω το πληκτρολόγιο. Τρέμανε τα χέρια μου, μόλις κατέβηκα από τη σέλα, τώρα έγινα turbo. Αφού σου είπα, δεν θέλω να παραβαίνω το νόμο. Δεν θέλω άλλο κίνδυνο. Όχι άλλο γκάζι. Θέλω μεταφορικό μέσο, για ώριμο αναβάτη. «Τελικά δεν είσαι ώριμος.» Όχι, όχι, είμαι! Εννοώ… μπορώ να είμαι. Απλώς κάτι με έπιασε όταν ανέβηκα σήμερα στη σέλα. Άνοιξα το γκάζι, και οι ήχοι άλλαξαν στα αυτιά μου, οι εικόνες άλλαξαν στα μάτια μου. Δεν άκουγα πλέον την πόλη, άκουγα κανονιοβολισμούς, και ρουκέτες από το πεδίο της μάχης. Δεν έβλεπα αυτοκίνητα, δεν έβλεπα μηχανάκια, έβλεπα αργά κινούμενα εμπόδια σε κάποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι. Εμπόδια που έπρεπε, ήθελα και μπορούσα να περάσω από δεξιά, αριστερά, από πάνω, από κάτω, με σούζα, με πλαγιολίσθηση ισχύος, με ό,τι τρόπο έφερνα στη φαντασία μου. Και μπορούσα! Δεν ζήταγα το αδύνατο. Είχα τα μέσα, είχα και τη θέληση. Αλλά ταυτόχρονα δεν έπρεπε… αντικρουόμενες φωνές. Λογική, και παράνοια. Μαζί. Και να αισθάνομαι το παρελθόν να επιστρέφει. Cult ταινία. Τα τσακάλια. Κάπως έτσι. «Τι ήρθες εδώ, σε μας να κάνεις πλάκα… άντε σπάσε… ρε μα*$κα.» Έπος. Γλυκιά μητέρα του Ιησού.
Το Nuda «R» είναι καλό. Είναι πολύ καλό. Δεν είναι όμορφο –μόνο. Δεν είναι BMW σε ποιότητα –μόνο. Είναι Husqvarna, και στην πίστα -όπως μαρτυρά το γόνατο που έξυνε την άσφαλτο σε κάθε στροφή στη Σαρδηνία-, είναι Husqvarna και στην άσφαλτο, όπως μαρτυράνε τα τρόπαια που κορνίζωσα στον τοίχο, από τις κόντρες μιας μόνο εβδομάδας. Και να ήθελα να αγιάσω, δεν με άφηναν οι δαίμονες, που μεταμορφωμένοι σε αναβάτες άλλων δικύκλων, ήθελαν όλοι να δοκιμάσουν την τύχη τους ενάντια στο Nuda. Και καλά ο συνάδελφος «αντίπαλου» περιοδικού, με τον οποίο μοιραστήκαμε λίγες αλλά καλές, απολαυστικές στιγμές οδηγικής παράνοιας, κάπου στο κέντρο της πόλης. Καλά, ο συνάνθρωπος και συμπολεμιστής με το Superbike, που θέλησε να ακολουθήσει το Nuda στο μποτιλιαρισμένο ναρκοπέδιο της Αθήνας, ένα μεσημέρι, κατά την ώρα αιχμής. Καταλαβαίνω τον έτερο σουζάκια με το 610, που αποφάσισε να δει αν μπορεί να κρατηθεί δίπλα στο «R», και αυτός στη μία ρόδα, με ταχύτητες που πλησίαζαν τις δυο εκατοντάδες χιλιόμετρα την ώρα. Αλλά… τα scooter; Τα scooter;! Το SH 300, το Tmax, το GP 800… τι ήθελαν από μένα; Γιατί δεν
μ’ άφηναν στην ησυχία μου; Ναι, ναι, έφταιγα κι εγώ, το παραδέχομαι. Έβλεπαν και άκουγαν την κυρίαρχη απειλή του Nuda οι άλλοι αναβάτες, και αφιονιζόταν, έπρεπε είτε να μου αποδείξουν την ανωτερότητα τους, είτε απλώς να με προκαλέσουν για να δουν το «R» να ζωγραφίζει. Το γκάζι του Nuda ήταν γλυκό, και μπόλικο, το κράτημα άμεμπτο, αν και ζωηρό στα πολλά -όμως γούσταρα που ήταν ζωντανό, ευέλικτο- και το τιμόνι έκοβε πολύ, ψηλό και φαρδύ σαν τσιμεντόβεργα οικοδομής, περνούσε πανεύκολα πάνω από τους καθρέπτες των αυτοκινήτων. Τα φρένα ξήλωναν την άσφαλτο, και καταργούσαν την αδράνεια. Όλα ήταν με το μέρος μου. Δεν μπορούσα να χάσω. Κι έτσι έπαιζα. Ξανά, και ξανά. Συγχώρησε με Θεέ μου, το ξέρω πως αμάρτησα. Κάνε μου δώρο μια πίστα σε παρακαλώ, και βάλε λουρί στο Nuda, να μην μπορεί να φύγει μακριά της. Στο δρόμο δώσε μου ένα scooter, πενηντάρι. Υπόσχομαι να είμαι καλός. Έτσι όμως, δε με βοηθάς. Ειλικρινά δικός σου.
Μέρα έβδομη – Μέρα της κρίσης.
Παρέλειψα την τρίτη, την τέταρτη, την πέμπτη και την έκτη μέρα της δοκιμής. Δεν χάσατε και τίποτα. Όλες αποτελούσαν ορθή επανάληψη της δεύτερης μέρας. Όσες ώρες βρισκόμουν στη σέλα του Nuda, αποτελούσα δημόσιο κίνδυνο. Κι όσες ώρες ήμουν εκτός σέλας, διάβαζα άρθρα για τη σχιζοφρένεια, τη μανία, την ψυχική υγεία. Από τη μία, περνούσα τις καλύτερες μέρες που είχα περάσει τον τελευταίο χρόνο. Η οδήγηση με το
Nuda ήταν απολαυστική, έφθανα στη δουλειά γελώντας μόνος μου, γεμάτος εμπειρίες, αδρεναλίνη, ευεξία, και έκσταση. Οι κλασσικές καταθλιπτικές ειδήσεις για την κρίση από το ένα αυτί έμπαιναν, από το άλλο έβγαιναν. Οι δυσκολίες της δουλειάς δεν με άγγιζαν. Είχα τέτοια ενέργεια, που ανέβασα τα χιλιόμετρα που έτρεχα στον ελεύθερο χρόνο μου, από 5 σε 10. Άρχισα να πλένω τα πιάτα στο χέρι για να μην κουράζω το πλυντήριο, να σιδερώνω τα πουκάμισα που ποτέ δεν φόραγα, να γράφω ένα βιβλίο χιλίων σελίδων, να μαθαίνω ιταλικά και ισπανικά ταυτόχρονα, και να βγάζω το σκύλο του γείτονα βόλτα, όταν εκείνος έλειπε, χωρίς να του το πω. Κι όλα αυτά, χάρη στο Nuda. Από την άλλη, ήξερα πως η οδήγηση στο όριο, από άτομα με χρόνια ανωριμότητα, έχει συνήθως μυστήρια ξεμπερδέματα. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν θα κατάφερνα να φερθώ ώριμα στη σέλα του Nuda, ακόμα κι αν είχα πολύ περισσότερο χρόνο στη διάθεση μου. Ίσως αν ήταν δικιά μου η μοτοσικλέτα, να κατάφερνα να ξεδίνω σε track days, και να συμπεριφέρομαι ώριμα, και υπεύθυνα στην καθημερινή οδήγηση. Αν επέμενα λίγο παραπάνω με τις ασκήσεις αυτοελέγχου, ίσως με τη βοήθεια ενός ψυχοθεραπευτή, ίσως πάλι αν γραφόμουν σε κάποιο σκοπευτήριο, αν άρχιζα παράλληλα να μαθαίνω μποξ… ίσως… ίσως… ίσως πάλι το μόνο που θα με γύριζε πάλι στο δρόμο του λευκού φωτός να ήταν ένας παλιός, καλός εξορκισμός. Δεν ξέρω. Δεν παίρνω και όρκο.
Μόνο την έβδομη μέρα κατάφερα να τιθασεύσω τη μανία μου. Καβάλησα το Nuda, και έκανα σαν κύριος το ταξίδι από τον Άγιο Στέφανο στη Γλυφάδα. Ακόμα κι έτσι, το Nuda ήταν μια απόλαυση. Τρύπωνε παντού με ακρίβεια, εξαφάνιζε το μποτιλιάρισμα, έδινε πλεονεκτικό οπτικό πεδίο από την ψηλή του σέλα, δεν χρειαζόταν δουλειά με το κιβώτιο, αφού η ελαστικότητα του κινητήρα σε ξελάσπωνε παντού, και φρέναρε με ένα δάχτυλο. Ψέματα. Με μισό δάχτυλο. Άγκυρα διαστημική. Και με αίσθηση κορυφαία. Το δεξί μου χέρι συνέχιζε βέβαια να με τρώει, όμως η ωριμότητα, για μια σπάνια φορά επικράτησε. Άνοιγα το γκάζι στα νόμιμα όρια, όσο χρειαζόταν για να κρατώ μια ιδανική ροή, εξαφανίζοντας έγνοιες, άγχη, και υποψίες καθυστέρησης στο ραντεβού μου. Ακόμα κι έτσι, δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά έφτασα στη Husqvarna 15 λεπτά νωρίτερα. Go figure. Παρέδωσα το κλειδί, ορκίστηκα εγκράτεια, και έφυγα επιτέλους πάνω σε ένα scooter -συνεπιβάτης μάλιστα-, επαναλαμβάνοντας ένα ηρεμιστικό μάντρα του σχετικά άγνωστου αλλά τρισμέγιστου Θεού Μπόκονον. «Nice, nice, very nice.»