LIVE: κίνηση στους δρόμους

Αχ και να είχα ένα ζεύγος μαλακά ελαστικά. Θα έξυνα μαρσπιέ, αγκώνες, ώμους κι αυτιά. Τουλάχιστον αυτά, θα κρατήσουν αρκετά.

Η αρπάγη. The claw. Φρένα ακτινικά, γυαλιστερά, Brembo παρακαλώ, monoblock, και με μεταλλικά σωληνάκια. Δείξτε σεβασμό. Επιβάλλεται.

Με πρώτη με γκάζι, με δευτέρα ή τρίτη με συμπλέκτη. Τα τσακάλια revisited.

Tο αναγνωρίζουν, το χαίρονται και το θαυμάζουν ΟΛΟΙ!

Πλαίσιο που χαλιναγωγεί, ελέγχει, πείθει. Και τον αναβάτη, και το Nuda. Όμορφο χωροδικτύωμα, ιδανική χωροταξία.

Ohlins πίσω αμορτισέρ. Γιατί ο χρυσός μας φέρνει πιο κοντά. Εμάς κοντά, τους αντιπάλους όμως, τους κρατάει μακριά.

Καλό το οργανάκι, δεν με τρέλανε με το design, αλλά την πληροφόρηση την έχει. Έχει ακόμα και δείκτη ταχύτητας κιβωτίου.

Ποιοτική μοτοσικλέτα, ακόμα και στην ούγια. Εκεί που γράφει Husqvarna. Για να μην ξεχνάς τι οδήγησες, όταν αφήνεις το τιμόνι.

Δώσε και σε μένα μπάρμπα. Ουράνιο κράτημα, ζωντανό τιμόνι, σκληρά σχετικά ελαστικά. Προβλέψιμο και απολαυστικό, παντού.

Ο κινητήρας με την κόκκινη κεφαλή. Κόκκινη, όπως οργή. Όπως επιδόσεις. Προσθέστε και το κοντό γρανάζωμα, και… έτοιμο το γλυκό.

Δοκιμή: Husqvarna Nuda 900R

Tην πρώτη μέρα κατάφερα να συγκρατηθώ και να οδηγήσω ανθρώπινα. Τη δεύτερη όμως, έκανα το λάθος να ανοίξω το γκάζι. Και δεν το έκλεισα, μέχρι την έβδομη μέρα… όταν το Nuda γύρισε πίσω!

 

+ Σου φτιάχνει τη μέρα. Κάθε μέρα!

- Απαιτεί αυτοσυγκράτηση και ωριμότητα

Τιμή: 11.590 ευρώ (8.990 απλή Nuda)

Χρώματα: Κόκκινο-μαύρο-άσπρο


Ημερολόγιο καπετάνιου Μέρα πρώτη – Ηρεμία, πάνω απ’ όλα ηρεμία

Μου έδωσαν το κλειδί, μου έδωσαν τα χαρτιά, πήρα το κράνος μου, και βγήκα έξω στον ήλιο. Πάνω στο πεζοδρόμιο με περίμενε το Nuda 900 R. Απλά πανέμορφο. Design αρπακτικού, χρώματα έντονα, τριχρωμία αγωνιστική, unmistakable racing Husqvarna. Αργότερα, θα μου έπιαναν την κουβέντα περαστικοί, άσχετοι με τον κόσμο της μοτοσικλέτας, για να μοιραστούν μαζί μου τον θαυμασμό τους για το Nuda. «Τι ωραία μοτοσικλέτα!» Αρχέτυπο μηχανολογικό κατασκεύασμα, σε άψογη εκτέλεση. Το αναγνωρίζουν, το χαίρονται και το θαυμάζουν ΟΛΟΙ! Να πω την αλήθεια, δεν το χάζεψα και πολύ εκείνη τη μέρα. Στην αποστολή είχα οδηγήσει το «απλό» Nuda στο δρόμο, είχα οδηγήσει και το R στην πίστα, είχα περάσει μούρλια, αλλά τώρα ένιωθα μια ελαφριά απογοήτευση. Γιατί; Σκεφτόμουν πως το «R» δεν θα μπορούσε να με διασκεδάσει στους κακούς ελληνικούς δρόμους, όσο με διασκέδασε μέσα στην πίστα. Πόσο λάθος είχα που σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Λάθος, λάθος, λάθος. Γύρισα το κλειδί, βρήκα νεκρά, πίεσα τη μίζα. Δεν χρειάζεται να τραβάς συμπλέκτη εδώ, το «R» δεν έχει δικλείδες ασφαλείας, είναι για γνώστες, και αυστηρά ακατάλληλο για ανηλίκους. Μιζιά και πήρε. Και μόλις πήρε, βρόντηξε και άστραψε, κι ο ήλιος κρύφτηκε. «Μα τους χίλιους δαίμονες», σκέφτηκα, «ο απαγορευμένος καρπός! Συγχώρησε με Θεέ μου!» Μυστήριο από πού έβγαινε όλος αυτός ο ορυμαγδός, χαλασμός Κυρίου, καθότι το τελικό ήταν το μαμίσιο. Μόνο που απ’ ό,τι φαίνεται είχαν σπάσει τα νερά -τα διαφράγματα δηλαδή- κι από μέσα τους είχε γεννηθεί ο μέγας τυραννόσαυρος, αφήνοντας το μπάσο ουρλιαχτό του να ξεχύνεται σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού. Απ’ όλα τα μηχανάκια που έχω δοκιμάσει ποτέ, αυτό εδώ διαθέτει έναν από τους πιο υπέροχους βρυχηθμούς. Ο ήχος είναι απλά μαγευτικός. Θριαμβεύει ακόμα και πάνω σε επικά μουσικά αριστουργήματα όπως η νύχτα στο φαλακρό βουνό, του Μόδεστου Μουσόργκσκι, ή πάνω στην επέλαση των Βαλκυριών του Ρίχαρντ Βάγκνερ. 
Εντάξει, «ηρέμησε άνθρωπε», κάνω εσωτερικό διάλογο, για να συνέλθω λίγο, «πάμε μια ήρεμη βόλτα μέχρι το γραφείο, δεν χρειάζεται να προκαλέσεις με ανοίγματα του γκαζιού». Και κάπου εδώ πρέπει να ομολογήσω πως φθάνοντας -σε λίγο- τα 40 χρόνια ζωής, η κοσμοθεωρία μου όσον αφορά την οδήγηση, έχει αρχίσει να αλλάζει, προς το πιο ήρεμο και κατασταλαγμένο. Όμως οι δύο και πλέον δεκαετίες οδηγικής παράνοιας που κουβαλώ στην καμπούρα μου, δυσκολεύουν πολύ… πάρα πολύ… την προσπάθεια μου να αγιάσω. Τη γνώση κινδύνου τη διαθέτω, την κακή εικόνα για την παραβατικότητα την κατανοώ, την προκλητικότητα της επικίνδυνης οδήγησης στο δημόσιο δρόμο την καταλαβαίνω. Αν όμως βάλεις ένα τσεκούρι στο χέρι ενός πρώην serial killer, και του πεις να πάει να κόψει ξύλα, τότε πιθανώς να προκύψει πρόβλημα. Κλείνει η παρένθεση. Την πρώτη μέρα, ομολογώ πως τα κατάφερα. Οδήγησα ήρεμα καβάλα στο Nuda, πήγα στο γραφείο, γύρισα από το γραφείο, έκανα και μια βόλτα, όλα καλά. Τι είδα; Άριστη συμπεριφορά, από ένα θηριάκι που το έβαλαν να βολτάρει σε… σαλόνι, σαν εκπαιδευμένο κανίς σε έκθεση σκύλων. Γύρω, γύρω, πήδα το εμπόδιο, τρέξε δίπλα στον κύριο σου, τώρα τριπόδισε, μπράβο καλό παιδί. Τώρα σύρσου. Οι αόρατοι κριτές, που παρακολουθούσαν το show, αποφάνθηκαν: «Nuda «R» με Γκαζή, δέκα στα δέκα». Θετικό αν και σκληρό κιβώτιο, αντρικός τουλάχιστον ο συμπλέκτης, φρένο μπροστά που κάνει endo με τη σκέψη, κινητήρας ελαστικός, ροπάτος και δυνατός, οικονομικότατος στη βόλτα(!) (άνετα 5lt στα 100 αν δεν τσιτώνεις το γκάζι), λίγοι κραδασμοί, καμία προστασία απ’ τον αέρα, βελτιωμένη σέλα σε σχέση με τη μοτοσικλέτα της αποστολής, σκληρά ελαστικά… μμμ, καλώς, καλώς. Την ίδια ώρα όμως, ένας παλιόφιλος δαίμονας, που είχε βαρεθεί τις δοκιμές τόσων και τόσων scooter και παπιών… τρυπάνιζε λίγο-λίγο το πίσω μέρος του μυαλού, προσπαθώντας να ανασύρει απαγορευμένες αναμνήσεις, για αλητείες και τσαμπουκάδες παλιούς. Και λίγο-λίγο… η τρύπα άνοιξε. Εκείνο το βράδυ, καθώς κοιμόμουν, νέες συνάψεις άρχισαν να σχηματίζονται στον εγκέφαλο, συνάψεις που ένωναν τον σημερινό κόσμο, με μια προηγούμενη αντίληψη κι εντύπωση της ζωής. Κι όταν ξύπνησα, οι ξεχασμένες φωνές της αναρχίας άρχισαν να ψιθυρίζουν ξανά, βάζοντας λόγια και προβάλλοντας εικόνες. Θυμίζοντας μου πόσο απολαυστικό μπορεί να γίνει ένα μηχάνημα κοφτερό και ικανό όπως το «R», όταν σταματήσεις να το χρησιμοποιείς μόνο για να κόβεις ξύλα... 

Μέρα δεύτερη – Τα χάπια μου!

Σε κάθε δοκιμή, όταν σταματάει η βόλτα, γράφω και μερικές σημειώσεις σε ένα κομμάτι οθόνης. Παραθέτω αποσπάσματα από τις σημειώσεις της δεύτερης μέρας στη δοκιμή του «R». 
«Τα αέρια από το τελικό της εξάτμισης σκάνε πάνω στον αριθμό κυκλοφορίας, προσθέτοντας λίγο ακόμα θόρυβο στον υπέροχο σαματά.» «Σηκώνεται σούζα με πρώτη, με δευτέρα, με τρίτη.» «Πώρωση.» «Φτάνει με μια ανάσα τα 220 χιλιόμετρα την ώρα, όπου επεμβαίνει ο κόφτης.» «Θριαμβευτικές ρεπρίζ, δαιμονισμένες επιταχύνσεις, ξέσπασμα στις ψηλές στροφές.» Και μία ακόμη, σημαντική. «Πάρτε το από τα χέρια μου, σας παρακαλώ! Δεν ξέρω πια από πού κλείνει το γκάζι!» Ας πάρω μια ανάσα. Δεν έπρεπε να πιω και καφέ, πριν αγγίξω το πληκτρολόγιο. Τρέμανε τα χέρια μου, μόλις κατέβηκα από τη σέλα, τώρα έγινα turbo. Αφού σου είπα, δεν θέλω να παραβαίνω το νόμο. Δεν θέλω άλλο κίνδυνο. Όχι άλλο γκάζι. Θέλω μεταφορικό μέσο, για ώριμο αναβάτη. «Τελικά δεν είσαι ώριμος.» Όχι, όχι, είμαι! Εννοώ… μπορώ να είμαι. Απλώς κάτι με έπιασε όταν ανέβηκα σήμερα στη σέλα. Άνοιξα το γκάζι, και οι ήχοι άλλαξαν στα αυτιά μου, οι εικόνες άλλαξαν στα μάτια μου. Δεν άκουγα πλέον την πόλη, άκουγα κανονιοβολισμούς, και ρουκέτες από το πεδίο της μάχης. Δεν έβλεπα αυτοκίνητα, δεν έβλεπα μηχανάκια, έβλεπα αργά κινούμενα εμπόδια σε κάποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι. Εμπόδια που έπρεπε, ήθελα και μπορούσα να περάσω από δεξιά, αριστερά, από πάνω, από κάτω, με σούζα, με πλαγιολίσθηση ισχύος, με ό,τι τρόπο έφερνα στη φαντασία μου. Και μπορούσα! Δεν ζήταγα το αδύνατο. Είχα τα μέσα, είχα και τη θέληση. Αλλά ταυτόχρονα δεν έπρεπε… αντικρουόμενες φωνές. Λογική, και παράνοια. Μαζί. Και να αισθάνομαι το παρελθόν να επιστρέφει. Cult ταινία. Τα τσακάλια. Κάπως έτσι. «Τι ήρθες εδώ, σε μας να κάνεις πλάκα… άντε σπάσε… ρε μα*$κα.» Έπος. Γλυκιά μητέρα του Ιησού. 
Το Nuda «R» είναι καλό. Είναι πολύ καλό. Δεν είναι όμορφο –μόνο. Δεν είναι BMW σε ποιότητα –μόνο. Είναι Husqvarna, και στην πίστα -όπως μαρτυρά το γόνατο που έξυνε την άσφαλτο σε κάθε στροφή στη Σαρδηνία-, είναι Husqvarna και στην άσφαλτο, όπως μαρτυράνε τα τρόπαια που κορνίζωσα στον τοίχο, από τις κόντρες μιας μόνο εβδομάδας. Και να ήθελα να αγιάσω, δεν με άφηναν οι δαίμονες, που μεταμορφωμένοι σε αναβάτες άλλων δικύκλων, ήθελαν όλοι να δοκιμάσουν την τύχη τους ενάντια στο Nuda. Και καλά ο συνάδελφος «αντίπαλου» περιοδικού, με τον οποίο μοιραστήκαμε λίγες αλλά καλές, απολαυστικές στιγμές οδηγικής παράνοιας, κάπου στο κέντρο της πόλης. Καλά, ο συνάνθρωπος και συμπολεμιστής με το Superbike, που θέλησε να ακολουθήσει το Nuda στο μποτιλιαρισμένο ναρκοπέδιο της Αθήνας, ένα μεσημέρι, κατά την ώρα αιχμής. Καταλαβαίνω τον έτερο σουζάκια με το 610, που αποφάσισε να δει αν μπορεί να κρατηθεί δίπλα στο «R», και αυτός στη μία ρόδα, με ταχύτητες που πλησίαζαν τις δυο εκατοντάδες χιλιόμετρα την ώρα. Αλλά… τα scooter; Τα scooter;! Το SH 300, το Tmax, το GP 800… τι ήθελαν από μένα; Γιατί δεν 
μ’ άφηναν στην ησυχία μου; Ναι, ναι, έφταιγα κι εγώ, το παραδέχομαι. Έβλεπαν και άκουγαν την κυρίαρχη απειλή του Nuda οι άλλοι αναβάτες, και αφιονιζόταν, έπρεπε είτε να μου αποδείξουν την ανωτερότητα τους, είτε απλώς να με προκαλέσουν για να δουν το «R» να ζωγραφίζει. Το γκάζι του Nuda ήταν γλυκό, και μπόλικο, το κράτημα άμεμπτο, αν και ζωηρό στα πολλά -όμως γούσταρα που ήταν ζωντανό, ευέλικτο- και το τιμόνι έκοβε πολύ, ψηλό και φαρδύ σαν τσιμεντόβεργα οικοδομής, περνούσε πανεύκολα πάνω από τους καθρέπτες των αυτοκινήτων. Τα φρένα ξήλωναν την άσφαλτο, και καταργούσαν την αδράνεια. Όλα ήταν με το μέρος μου. Δεν μπορούσα να χάσω. Κι έτσι έπαιζα. Ξανά, και ξανά. Συγχώρησε με Θεέ μου, το ξέρω πως αμάρτησα. Κάνε μου δώρο μια πίστα σε παρακαλώ, και βάλε λουρί στο Nuda, να μην μπορεί να φύγει μακριά της. Στο δρόμο δώσε μου ένα scooter, πενηντάρι. Υπόσχομαι να είμαι καλός. Έτσι όμως, δε με βοηθάς. Ειλικρινά δικός σου. 

Μέρα έβδομη – Μέρα της κρίσης.

Παρέλειψα την τρίτη, την τέταρτη, την πέμπτη και την έκτη μέρα της δοκιμής. Δεν χάσατε και τίποτα. Όλες αποτελούσαν ορθή επανάληψη της δεύτερης μέρας. Όσες ώρες βρισκόμουν στη σέλα του Nuda, αποτελούσα δημόσιο κίνδυνο. Κι όσες ώρες ήμουν εκτός σέλας, διάβαζα άρθρα για τη σχιζοφρένεια, τη μανία, την ψυχική υγεία. Από τη μία, περνούσα τις καλύτερες μέρες που είχα περάσει τον τελευταίο χρόνο. Η οδήγηση με το 
Nuda ήταν απολαυστική, έφθανα στη δουλειά γελώντας μόνος μου, γεμάτος εμπειρίες, αδρεναλίνη, ευεξία, και έκσταση. Οι κλασσικές καταθλιπτικές ειδήσεις για την κρίση από το ένα αυτί έμπαιναν, από το άλλο έβγαιναν. Οι δυσκολίες της δουλειάς δεν με άγγιζαν. Είχα τέτοια ενέργεια, που ανέβασα τα χιλιόμετρα που έτρεχα στον ελεύθερο χρόνο μου, από 5 σε 10. Άρχισα να πλένω τα πιάτα στο χέρι για να μην κουράζω το πλυντήριο, να σιδερώνω τα πουκάμισα που ποτέ δεν φόραγα, να γράφω ένα βιβλίο χιλίων σελίδων, να μαθαίνω ιταλικά και ισπανικά ταυτόχρονα, και να βγάζω το σκύλο του γείτονα βόλτα, όταν εκείνος έλειπε, χωρίς να του το πω. Κι όλα αυτά, χάρη στο Nuda. Από την άλλη, ήξερα πως η οδήγηση στο όριο, από άτομα με χρόνια ανωριμότητα, έχει συνήθως μυστήρια ξεμπερδέματα. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν θα κατάφερνα να φερθώ ώριμα στη σέλα του Nuda, ακόμα κι αν είχα πολύ περισσότερο χρόνο στη διάθεση μου. Ίσως αν ήταν δικιά μου η μοτοσικλέτα, να κατάφερνα να ξεδίνω σε track days, και να συμπεριφέρομαι ώριμα, και υπεύθυνα στην καθημερινή οδήγηση. Αν επέμενα λίγο παραπάνω με τις ασκήσεις αυτοελέγχου, ίσως με τη βοήθεια ενός ψυχοθεραπευτή, ίσως πάλι αν γραφόμουν σε κάποιο σκοπευτήριο, αν άρχιζα παράλληλα να μαθαίνω μποξ… ίσως… ίσως… ίσως πάλι το μόνο που θα με γύριζε πάλι στο δρόμο του λευκού φωτός να ήταν ένας παλιός, καλός εξορκισμός. Δεν ξέρω. Δεν παίρνω και όρκο.
Μόνο την έβδομη μέρα κατάφερα να τιθασεύσω τη μανία μου. Καβάλησα το Nuda, και έκανα σαν κύριος το ταξίδι από τον Άγιο Στέφανο στη Γλυφάδα. Ακόμα κι έτσι, το Nuda ήταν μια απόλαυση. Τρύπωνε παντού με ακρίβεια, εξαφάνιζε το μποτιλιάρισμα, έδινε πλεονεκτικό οπτικό πεδίο από την ψηλή του σέλα, δεν χρειαζόταν δουλειά με το κιβώτιο, αφού η ελαστικότητα του κινητήρα σε ξελάσπωνε παντού, και φρέναρε με ένα δάχτυλο. Ψέματα. Με μισό δάχτυλο. Άγκυρα διαστημική. Και με αίσθηση κορυφαία. Το δεξί μου χέρι συνέχιζε βέβαια να με τρώει, όμως η ωριμότητα, για μια σπάνια φορά επικράτησε. Άνοιγα το γκάζι στα νόμιμα όρια, όσο χρειαζόταν για να κρατώ μια ιδανική ροή, εξαφανίζοντας έγνοιες, άγχη, και υποψίες καθυστέρησης στο ραντεβού μου. Ακόμα κι έτσι, δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά έφτασα στη Husqvarna 15 λεπτά νωρίτερα. Go figure. Παρέδωσα το κλειδί, ορκίστηκα εγκράτεια, και έφυγα επιτέλους πάνω σε ένα scooter -συνεπιβάτης μάλιστα-, επαναλαμβάνοντας ένα ηρεμιστικό μάντρα του σχετικά άγνωστου αλλά τρισμέγιστου Θεού Μπόκονον. «Nice, nice, very nice.»


 

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ: ΝΕΕΣ ΤΙΜΕΣ - ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ