Οι Kawasaki W800 και Bonneville T100 Sixty SE αποτελούν δύο πραγματικές «χρονοκάψουλες» προσεκτικά μελετημένες που σε κάνουν να νιώθεις όμορφα πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τη βόλτα!
Δύσκολα κρίνει κανείς τις μοτοσικλέτες αυτού του συγκριτικού με απόλυτα ορθολογικά κριτήρια. Είναι, βλέπετε, η εμφάνιση που γλυκαίνει τον παρατηρητή και τον κάνει πιο ελαστικό στην κριτική του από την πρώτη κιόλας στιγμή. Μια εβδομάδα πάνω στη σέλα αυτών των δύο μοτοσικλετών έδειξε ευτυχώς ότι, ακόμη και έτσι να τις δει κανείς, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα απογοητευτεί από τη συνολική τους εικόνα, έχοντας υπόψη και τις επιλογές, τόσο της Kawasaki, όσο και της Triumph. Οι προσπάθειες των μηχανικών δεν αναλώθηκαν μόνο στη σχεδίασή τους, αλλά κάλυψαν και άλλους πολύ σημαντικούς τομείς, όπως αυτούς της ποιότητας κατασκευής, της εργονομίας και της απόλυτης φιλικότητας στη χρήση. Αν δεν γινόταν αυτό, τότε οι δύο μοτοσικλέτες θα ήταν απλώς «ακριβά» παιχνίδια για μία πολύ μικρή μερίδα του κοινού που θα μπορούσε να έχει στην κατοχή του και δεύτερη μοτοσικλέτα για κάθε μέρα και να χρησιμοποιεί αυτές τις δύο για μια όμορφη κυριακάτικη βόλτα βουτηγμένη στη νοσταλγία.Οι Kawasaki W800 και Triumph Bonneville απέδειξαν ότι, είναι κάτι παραπάνω από εικόνα και όχι απλά ένα «All show and no go» δίτροχο, όπως θα έλεγαν και οι Αμερικάνοι ή «όλο κοκοκό και πουθενά αυγό», που λέει κι ένας φίλος μου. Οι δύο αυτές μοτοσικλέτες δίνουν τη δυνατότητα στον αναβάτη τους να κάνει τα πάντα. Με μέτρο μεν, αλλά τα πάντα. Όπως άλλωστε και τα περισσότερα σύγχρονα commuter που κυκλοφορούν στους δρόμους. Μπορούν να κινηθούν με άνεση στο κέντρο της πόλης, να ταξιδέψουν με λογικές ταχύτητες την εθνική ή να σε αφήσουν να κάνεις απλά τη βόλτα σου σε κάποια όμορφη διαδρομή. Παράλληλα, όμως, έχουν και ένα στοιχείο που απουσιάζει από τις υπόλοιπες «κοινές θνητές» μοτοσικλέτες της μεσαίας κατηγορίας που είναι και ο βασικός λόγος της ύπαρξής τους. Χάρη στη διαχρονική και παράλληλα μοναδική τους εμφάνιση ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα, χωρίς ταυτόχρονα να προκαλούν, ενώ, όπως και καθετί ρετρό, είναι πάντα μέσα στη μόδα! Αν, λοιπόν, έχετε ήδη ψηθεί για μία εκ των δύο, αλλά αποφεύγετε μέχρι στιγμής την αγορά της, φοβούμενοι τα κουσούρια που μπορεί να κουβαλά στη… σέλα της, διαβάστε τις επόμενες σελίδες. Θα μείνετε και εσείς με την δικιά μας εντύπωση όταν τις επιστρέψαμε με βαριά καρδιά πίσω στις αντιπροσωπείες.
Αισθητική/Ποιότητα: Με αύρα βρετανική
Οι βρετανικές μοτοσικλέτες έχουν αφήσει βαριά την κληρονομιά τους στον κόσμο των δύο τροχών στον τεχνολογικό τομέα αλλά και σε αυτόν της αισθητικής. Τρανό παράδειγμα είναι φυσικά οι μοτοσικλέτες της Triumph, οι οποίες, με τη βοήθεια, μεταξύ άλλων, των Marlon Brando και Steve McQueen κατάφεραν να χαράξουν για πάντα τη σιλουέτα τους στα μυαλά των φίλων των δύο τροχών. Από την άλλη, η μοτοσικλέτα της Kawasaki αντλεί τη σχεδιαστική της ταυτότητα από το W1, την πρώτη «καθαρόαιμη» Kawasaki, η οποία με τη σειρά της βασίζονταν στα μοντέλα της Meguro Works που ήταν πιστά αντίγραφα μιας άλλης μεγάλης βρετανικής και ιστορικής εταιρίας, της BSA.
Όποια και από τα δύο να κοιτάξει κανείς είναι αδύνατο να μη κολλήσει με τις γραμμές τους. Το Kawasaki είναι το πιο ανόθευτο σχέδιο από τα δύο και το πιο πιστό στις γραμμές εκείνης της εποχής μέχρι σχεδόν και την τελευταία του λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα κλασικής σχεδίασης χειριστήρια στο τιμόνι, η βάση των οποίων είναι από αλουμίνιο με το πλαστικό να κάνει την εμφάνισή του σε ελάχιστα σημεία πάνω στη μοτοσικλέτα. Κατασκευαστικά, δεν υπάρχει κάποιο σημείο που να επιδέχεται κριτικής, ούτε στο μάτι ούτε σαν αίσθηση. Ο σταρ στο W800 είναι φυσικά ο αερόψυκτος κινητήρας που κάνει τους νέους να τον κοιτούν με θαυμασμό και τους παλιότερους να νομίζουν ότι πρόκειται περί αναπαλαίωσης. Λιτός και την ίδια στιγμή εντυπωσιακός, φέρει πολλές και εκπληκτικές λεπτομέρειες. Τα βουρτσισμένα καπάκια αντανακλούν τον περιβάλλοντα χώρο, παρά την απουσία χρωμίου, και ο κάθετος άξονας που δίνει κίνηση στον εκκεντροφόρο, μέσω κωνικών γραναζιών, αποτελεί απλά το κερασάκι-στολίδι σε αυτή την γευστικότατη μεταλλική τούρτα. Το W800 φωνάζει από μακριά «ποιότητα» και αυτή γίνεται αντιληπτή, τόσο στο εξαιρετικό χρώμιο των εξατμίσεων και των φτερών, όσο και στη βαθιά βαφή του δίχρωμου ρεζερβουάρ και των πλαϊνών καπακιών.
Το Bonneville είναι εξίσου γοητευτικό και στην περιορισμένης παραγωγής έκδοση που είχαμε στα χέρια μας απλά λαχταριστό. «Ίσως στην έκδοση με ακτίνες να δείχνει πιο… αυθεντική…», έγραφε ο Γκαζής στη δοκιμή της Bonneville SE με τις χυτές ζάντες, σχεδόν ένα χρόνο πριν (τεύχος 18/2011) και είχε απόλυτο δίκιο. Οι ακτινωτοί τροχοί φέρνουν αμέσως στο νου εικόνες από τη 10ετία του 60 και είναι μόνο ένα από τα στοιχεία που κάνουν τη βρετανική μοτοσικλέτα τόσο ποθητή. Το άλλο είναι η βαφή που παραπέμπει στην πρώτη Bonneville Τ120 του 1960, εξού το Sixty ως συνθετικό του ονόματος. Πραγματικά ιδιαίτερη η βαφή των δύο τόνων, τόσο του ρεζερβουάρ, όσο και των φτερών με τις χρυσές ρίγες που διαχωρίζουν το σκούρο μπλε από το αχνό γαλάζιο να είναι ζωγραφισμένες στο χέρι. Και εδώ υπάρχουν λεπτομέρειες που θέλεις να βλέπεις ξανά και ξανά, όπως τα ψευδο-καρμπιρατέρ που κρύβουν με μαεστρία το σύστημα του ψεκασμού αλλά και τα άριστα χρωμιωμένα καπάκια του μαύρου δικύλινδρου κινητήρα. Η μοναδικότητα αυτή της Bonneville επικυρώνεται και από την αριθμημένη πλάκα στο τιμόνι, αφού μόνο 650 τέτοια μοντέλα είδαν το φως της παραγωγής.Τέλος, αξίζει να πούμε ότι, η ποιότητα κατασκευής και των δύο μοτοσικλετών κυμαίνεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, με το μοντέλο της Kawasaki Να έχει ένα μικρό προβάδισμα χάρη στην εκπληκτική προσοχή στη λεπτομέρεια που το διακρίνει.
Εργονομία: Κάνουν για όλους
Οι Bonneville και W800 έχουν σχεδιαστεί για να μπορούν να οδηγηθούν από τους… πάντες ανεξαρτήτως σωματότυπου ή οδηγικής εμπειρίας. Όλοι θα αισθανθούν άνετα πάνω και στις δύο, χάρη στο χαμηλό ύψος της σέλας αλλά και τις σωστές αποστάσεις των μαρσπιέ και του τιμονιού από αυτή. Τόσο στο Bonneville, όσο και στο W800, η στάση του σώματος είναι φυσική με τον κορμό να τοποθετείται κάθετα στη σέλα, κάτι που ευνοεί σημαντικά τις καθημερινές μετακινήσεις. Το μοντέλο της Triumph ευνοεί ελαφρά τους πιο μεγαλόσωμους, λόγω των ελαφρά μεγαλύτερων διαστάσεών του, ενώ το αντίθετο ισχύει για τη μοτοσικλέτα της ιαπωνικής εταιρείας. Αρκετός χώρος υπάρχει και για τον συνεπιβάτη που θα βολευτεί και στις δύο περιπτώσεις, με το Triumph να έχει ένα πολύ μικρό προβάδισμα σε αυτό τον τομέα. Εκεί που η βρετανική μοτοσικλέτα υστερεί είναι στην τάπα του ρεζερβουάρ. Αυτό και δεν κλειδώνει και πρέπει να το κρατάς στο χέρι σε κάθε ανεφοδιασμό. Επίσης, η κλειδαριά του τιμονιού είναι ξεχωριστή από τον κεντρικό διακόπτη -έχει και δικό της ξεχωριστό κλειδί-, τοποθετημένη πλάι στο λαιμό της μοτοσικλέτας προφανώς για λόγους αισθητικής. «Λεπτομέρειες» θα πει κανείς και με εξαίρεση την τάπα του ρεζερβουάρ, δεν θα έχει και άδικο. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες είναι που προσδίδουν χαρακτήρα και δεν είναι ικανές να χαλάσουν τη συνολικά πολύ καλή εικόνα.
Κινητήρες: Με διαφορά στην εκτέλεση
Θέλοντας να μείνουν πιστοί στα αρχικά μοντέλα, οι δύο κατασκευαστές έχουν επιλέξει την ίδια δικύλινδρη σε σειρά αρχιτεκτονική. Με τέσσερις βαλβίδες στον κύλινδρο και αερόψυκτα-το Bonneville έχει και ψυγείο λαδιού- χρησιμοποιούν σώματα ψεκασμού για την τροφοδοσία τους και φέρουν και αντικραδασμικούς άξονες. Από εκεί και πέρα, όμως, οι δρόμοι τους χωρίζουν. Υπερτετράγωνος με δύο εκκεντροφόρους επικεφαλής ο κινητήρας του Triumph, με υποτετράγωνες διαστάσεις και έναν εκκεντροφόρο το Kawasaki. Βάλτε σε αυτό και τα 92 κ.εκ. περισσότερα του βρετανικού μοτέρ και τότε, έχετε μία ξεκάθαρη εικόνα για το ποιος από τους δύο υπερτερεί στο δρόμο όσον αφορά στις επιδόσεις με το Bonneville να είναι ο νικητής στις επιταχύνσεις, τόσο από στάση, όσο και εν κινήσει με οποιαδήποτε ταχύτητα στο κιβώτιο. Είναι και οι δύο πολιτισμένοι στη λειτουργία τους, περισσότερο ίσως από ό,τι θα έπρεπε, με το Bonneville να απελευθερώνει λίγο περισσότερους κραδασμούς στις υψηλότερες στροφές λειτουργίας. Εκεί που μας τα «χαλάνε» και οι δύο είναι στην ηχητική υπόκρουση. Οι εξατμίσεις δεν απελευθερώνουν παρά ένα μπάσο…ψίθυρο και είναι μάλλον το πρώτο πράγμα που θα άλλαζα και στα δύο για ένα πιο αυθεντικό και γεμάτο soundtrack. Κατά τα άλλα, είναι και οι δύο υπερελαστικοί και απόλυτα φιλικοί στην απόδοσή τους και μπορούν να κινούνται όλη μέρα με 5η ταχύτητα από τα 50 χλμ./ώρα και πάνω. Τέλος, άκρως θετική εντύπωση προκαλεί η ιδιαίτερα χαμηλή κατανάλωση του W800 που θυμίζει περισσότερο μεσαίο scooter παρά μοτοσικλέτα.
Στο δρόμο: Dr. Feelgood
Τα μάγουλά μου τραβιούνται ασυναίσθητα προς τα πίσω και ένα μικρό χαμόγελο γρήγορα σχηματίζεται στο πρόσωπό μου. Η παραπάνω σκηνή παίζεται ξανά και ξανά κάθε φορά που πλησιάζω ένα εκ των δύο modern classics αυτού του συγκριτικού. Σε κάνουν να νιώθεις όμορφα πριν τα καβαλήσεις, σε κάνουν να κοντοστέκεσαι λίγο για να τα χαζέψεις πριν βάλεις το κλειδί στον κεντρικό διακόπτη. Περνάω το πόδι μου πάνω από το W800, γυρίζω το διακόπτη και οι βελόνες των ηλεκτρονικών οργάνων με χαιρετούν. Μία σύντομη μιζιά είναι αρκετή για να ζωντανέψει ο δικύλινδρος κινητήρας με το γνήσιο αλλά πολύ διακριτικό εν σειρά δικύλινδρο ήχο του. Όπισθεν με ελάχιστη προσπάθεια, πρώτη στο σούπερ μαλακό κιβώτιο και βουρ για την εθνική. Καθισμένος απόλυτα φυσικά στη μαλακή σέλα, η ταχύτητα σταθεροποιείται κοντά στα 120 χλμ./ώρα, μια ταχύτητα που μπορείς να διατηρήσεις όλη μέρα. Οι αναρτήσεις λειτουργούν σαν ηλεκτρική σκούπα σε αυτή την ταχύτητα και απορροφούν τα πάντα πριν προλάβουν να φτάσουν στη μέση μου. Ο κινητήρας δείχνει να χασμουριέται και χωρίς δεύτερη σκέψη ανοίγω το γκάζι μέχρι το στοπ του για να τον τσιγκλήσω λίγο. Με σταθερό ρυθμό, ο δείκτης του ταχυμέτρου ξεπερνά γρήγορα τα 150 χλμ./ώρα. Κάπου εκεί ξεκινά και μία μικρή ταλάντωση που μεγαλώνει όσο το W800 πλησιάζει στην τελική του, χωρίς όμως να γίνεται ποτέ ανησυχητική. Υπεύθυνες για αυτό είναι οι πολύ μαλακές αναρτήσεις, τις οποίες όμως δεν θα άλλαζα προς όφελος της αυξημένης σταθερότητας. Ποιος ο λόγος να κινείσαι με τόσα χιλιόμετρα πάνω σε μία γυμνή μοτοσικλέτα; Ίσως, αν έβαζα το πανέμορφο bubble φέρινγκ από τα αξεσουάρ της Kawasaki, ίσως τότε να το ξανασκεφτόμουν. Τα πράγματα είναι σαφώς πιο συγκροτημένα πάνω στη Bonneville. Μέχρι τα 120 χλμ./ώρα ισχύει ό,τι και για το Kawasaki, παρά τις λίγο πιο σφιχτές και πιο ποιοτικές σε λειτουργία αναρτήσεις. Από εκεί και πάνω, η βρετανική μοτοσικλέτα χαράσσει τη δική της ακλόνητη και ευθύβολη πορεία που μένει απαράλλαχτη μέχρι και την τελική της. Την ίδια σιγουριά παρουσιάζει και σε δρόμο με στροφές, όπου θα κινηθεί ταχύτερα απ’ όσο υπονοεί η εμφάνισή της. Ο αναβάτης θα βρει σύμμαχο σε αυτή την προσπάθεια και το σύστημα πέδησης που διαθέτει δύναμη αλλά και αίσθηση και δεν θα προβληματιστεί με τα κιλά που έχει να επιβραδύνει. Αυτό δεν ισχύει για το Kawasaki με τις μαλακές αναρτήσεις να συνδυάζονται με φρένα που προσφέρουν καλή επιβράδυνση μόνο σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Ο εμπρόσθιος δίσκος είναι αυτός που υπολείπεται σε δύναμη με το ταμπούρο του πίσω τροχού να αποδίδει αντιστρόφως ανάλογα, τόσο σε εμφάνιση, όσο και σε αίσθηση. Το Kawasaki, αν και δε νιώθει εντελώς έξω από τα νερά του, θα κινηθεί με μικρότερες ταχύτητες από ό,τι το Bonneville. Και τα δύο, πάντως, προτιμούν τη στρωτή οδήγηση χωρίς πολύ απότομες αλλαγές κατεύθυνσης. Με αυτό το στιλ είναι πολύ ευχάριστα και θα διασκεδάσουν τον αναβάτη τους, το καθένα στο δικό του ρυθμό. Εξαιρετικά τα καταφέρνουν και τα δύο και στους δρόμους της πόλης. Το Kawasaki προτάσσει το…χαλί που στρώνουν οι αναρτήσεις του και την λίγο πιο ανάλαφρη αίσθηση που έχει στις πολύ μικρές ταχύτητες χάρη στο μικρότερο μεταξόνιο και βάρος αλλά και στους ελαφρύτερους αλουμινένιους τροχούς έναντι των ατσάλινων του Bonneville. Τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση πως η βρετανική μοτοσικλέτα δεν παίζει ιδανικά το ρόλο του commuter. Ούτε αυτή θα κουράσει στο μποτιλιάρισμα με τον ελαφρύ συμπλέκτη και το εξίσου μαλακό και ακριβές, με του Kawasaki, κιβώτιο να κρατούν ξεκούραστα χέρι και πόδι αντίστοιχα. Οι χαλαρές βόλτες είναι φυσικά εκείνο το πεδίο όπου πραγματικά θα απολαύσετε αυτές τις δύο μοτοσικλέτες. Επιλέξτε μία ταχύτητα μέχρι περίπου τα 80 χλμ./ώρα και κινηθείτε αργά το απόγευμα στην αγαπημένη σας χαλαρωτική διαδρομή με αυτό το ρυθμό σόλο ή ντουέτο.
Είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα που μπορεί να κάνει κάποιος στη σέλα μιας μοτοσικλέτας, μια διαδικασία πραγματικά αγχολυτική που αδειάζει το μυαλό από τα όλα τα περιττά, όπως ακριβώς και ο διαλογισμός.
Συμπέρασμα: Χαμόγελα εις διπλούν
Σήμερα μπορείς να βρεις πραγματικά ό,τι τραβά η καρδιά σου στην αγορά μοτοσικλέτας. Από το super scooterάκι για να κάνεις τη διαδρομή σπίτι-δουλειά και πίσω σε χρόνο dt μέχρι το Super Mega Tourer που θα σε ταξιδέψει από την μία άκρη του σύμπαντος στην άλλη εξίσου γρήγορα και με τη μέγιστη δυνατή άνεση. Ενδιάμεσα βρίσκει κανείς επίσης μοντέλα για κάθε γούστο. Ακραία SS, πολεμικά supermotard, φιλικά commuter, πολυεργαλεία on-off. Ως άλλα τζίνι, οι κατασκευαστές μοτοσικλετών έχουν καταφέρει να εκπληρώσουν σχεδόν κάθε μας ευχή. Από όλα τα παραπάνω, όμως, οι μοτοσικλέτες που μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις ξεχωριστά, να χαλαρώσεις, να ξεχαστείς και να ομορφύνεις την καθημερινότητά σου είναι δυσανάλογα λίγες. Σίγουρα νιώθεις κερδισμένος όταν βλέπεις ότι το scooter σου έκαψε μόλις 2 λίτρα στα 100 χλμ. Ξεχειλίζεις από ικανοποίηση όταν φτάνεις ατσαλάκωτος στο προορισμό σου 15 λεπτά νωρίτερα από την τελευταία φορά. Πότε όμως κοίταξες τη μοτοσικλέτα σου καθώς απομακρυνόσουν από αυτή με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου χωρίς να είσαι σίγουρος για το λόγο; Εδώ ακριβώς είναι που Kawasaki και Triumph έχουν πετύχει διάνα με τις W800 και Bonneville αντίστοιχα. Για τους λάτρεις του απόλυτου ρετρό και της απίστευτης προσοχής στη λεπτομέρεια, το W800 είναι εκείνο που τους κλείνει το μάτι. Μπόνους; Η εξαιρετικά χαμηλή κατανάλωση. Για εκείνους που μεγάλωσαν βλέποντας ξανά και ξανά τον «Ατίθασο» και τη «Μεγάλη Απόδραση» και επιζητούν παράλληλα μια πιο μεστή εικόνα στους τομείς της συμπεριφοράς και των επιδόσεων, η Bonnie αποτελεί μονόδρομο.