Η εργονομία και η ευρυχωρία που προσφέρει η θέση οδήγησης του TNT, ιδιαίτερα σε αναβάτες σαν εμένα, που δεν είμαι πρώτο μπόι, είναι μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς το μέγεθος της μοτοσυκλέτας σου δημιουργεί αμφιβολίες στη αρχή. Αντίθετα, η ευελιξία και η ευκολία χειρισμών είναι κάτι που περιμένεις και το μικρό Benelli κρατιέται στο ύψος των περιστάσεων. Ελίσσεται με ευκολία παπιού μέσα στην πόλη και με σύμμαχο το στενό τιμόνι σπάνια θα εγκλωβιστεί ανάμεσα σε μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα. Οι επιταχύνσεις είναι ικανοποιητικές για τα δεδομένα της αστικής χρήσης για την οποία προορίζεται, αφού από στάση χρειάζεται 12 δευτερόλεπτα για να δείξει το ψηφιακό κοντέρ την ένδειξη των 80 χιλιομέτρων την ώρα. Αν οι συνθήκες επιτρέπουν στον αναβάτη να κρατήσει το γκάζι ανοιχτό, σύντομα θα πιάσει την τελική των 100 χιλιομέτρων, αλλά οι κραδασμοί θα έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους προτρέποντάς τον να κόψει λίγο.
Η μικρή διάσταση των τροχών περιμέναμε να δυσκολεύει αρκετά τη δουλειά των αναρτήσεων και να υπάρχουν επιπτώσεις στην άνεση, αλλά το TNT 125 φιλτράρει αποτελεσματικά τις περισσότερες κακοτεχνίες του οδοστρώματος και μόνο όταν αυτές γίνουν πολύ έντονες και συνεχόμενες θα φτάσουν στα όριά τους. Ταυτόχρονα παρέχουν καλή πληροφόρηση για το τι κάνουν οι τροχοί και το σετάρισμά τους επιτρέπει το ασφαλές παιχνίδι. Το όριο θέτουν τα μαρσπιέ τα οποία βρίσκουν σχετικά εύκολα κάτω, ενώ δεν έχουν ελατήριο και μπορεί να τα παρασύρεις και να τα κλείσεις τη στιγμή που ανεβάζεις το πόδι σου. Αυτό βέβαια είναι θέμα συνήθειας, οπότε μικρό το κακό.
Θα θέλαμε κάτι καλύτερο στον τομέα της αίσθησης και της προοδευτικότητας των φρένων, καθώς στην αρχή δεν ενθουσιάζουν και χρειάζονται αποφασιστικό πάτημα για να δείξουν τα δόντια τους. Το πρόβλημα πάντως εντοπίζεται μόνο στην αίσθηση και όχι στην δύναμη ή την αποτελεσματικότητα, κάτι που αποδεικνύουν και οι μετρήσεις, αφού χρειάζεται 42,8 μέτρα για να ακινητοποιηθεί από τα 80 χιλιόμετρα την ώρα.