O πρώτος άνθρωπος που έκανε το γύρο του κόσμου με μοτοσυκλέτα
Το να γυρίσει κανείς όλο τον κόσμο οδηγώντας είναι ένα όνειρο για πολλούς, ενώ ακόμα και σήμερα αποτελεί μια περιπέτεια. Πηγαίνοντας εκατό χρόνια πίσω μπορούμε εύκολα να φανταστούμε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα για τον Carl Stearns Clancy, τον πρώτο άνθρωπο που έκανε το γύρο του κόσμου με μοτοσυκλέτα.
Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβρη του 1912, λίγους μήνες μετά το ναυάγιο του Τιτανικού, και ένας νεαρός «γραφιάς» από το New Hampshire πρόκειται να ξεκινήσει το μεγαλύτερο ταξίδι της ζωής του. Αυτός ο Φιλέας Φογκ της πραγματικής ζωής (ο ήρωας του μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν, Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες) επρόκειτο να γυρίσει όλο τον κόσμο πάνω στη μοτοσυκλέτα του.
Η μοτοσυκλέτα
Το «όπλο» με το οποίο ξεκίνησε ήταν μια Henderson Four του 1912, η ταχύτερη μοτοσυκλέτα της εποχής, με ένα μονοτάχυτο κιβώτιο και απόδοση 7 ίππων, που μπορούσε να φτάσει τα 96 χλμ./ώρα. Για να τα φτάσει βέβαια έπρεπε ο Θεός ο ίδιος να την σπρώχνει στην κατηφόρα και για να είμαστε πιο ειλικρινείς η ταχύτητα με την οποία μπορούσε άνετα να ταξιδέψει ήταν περίπου 65 χ.α.ω.
Tα 7,5 λίτρα που χωρούσε το κυλινδρικό ντεπόζιτο χαρίζαν στην Henderson Four μια αυτονομία 160 χιλιομέτρων, ενώ απαιτούσε και ένα τέταρτο του λίτρου λάδι κάθε 280 χιλιόμετρα. Ίσως το μόνο κοινό που είχε με τις σημερινές μοτοσυκλέτες να ήταν το βάρος, καθώς σταματούσε τη ζυγαριά στα 140 κιλά.
Το ταξίδι
Με αυτόν τον "πύραυλο" λοιπόν, ο Clancy μπήκε στο καράβι και έφτασε στην Ιρλανδία, μαζί με ένα φίλο του, τον Walter Storey, ο οποίος βρισκόταν πάνω στη δική του Henderson Four, την οποία τράκαρε «με το καλημέρα» στην Ιρλανδία, καθυστερόντας το ταξίδι μέχρι την επισκευή. Όταν τελικά η μοτοσυκλέτα ετοιμάστηκε περιδιάβηκαν την Ιρλανδία πριν περάσουν στη Σκωτία, την Αγγλία και τη Γαλλία.
Στο Παρίσι έκαναν μια στάση 2 μηνών, κατά την οποία «απόλαυσαν τη ζωή του Παρισιού» (λέγε με Moulin Rouge) και εκεί ήταν που ο Storey αποφάσισε να σταματήσει το ταξίδι, αφήνοντας τον Clancy μόνο.
Μόνος λοιπόν ο Clancy συνέχισε να οδοιπορεί, ενώ αφήνοντας πίσω του τις πιο πολιτισμένες περιοχές της Ευρώπης τα πράγματα έγιναν αμέσως δυσκολότερα. Χάρτες δεν υπήρχαν, ή όπου υπήρχαν δεν ήταν σε καμία περίπτωση λεπτομερείς, σε σημείο που δεν γινόταν μέσω αυτών να χαράξει κανείς πορεία. Όσο για τους δρόμους μιλάμε στην καλύτερη περίπτωση για χωματόδρομους, ενώ σε πολλά σημεία, όσο απομακρυνόταν από τον πολιτισμό, τα μονοπάτια ήταν η καλύτερη επιλογή του.
Μέσα από τις αμμώδεις θάλασσες της ερήμου και τις ζούγκλες της Ασίας
Σίγουρα υπήρχαν τρομακτικές στιγμές για τον Clancy, όπως όταν «6 Aραβες πάνω σε άλογα εμφανίστηκαν ξαφνικά και με κυνήγησαν, πυροβολώντας», όπως διαβάζουμε στο ημερολόγιό του.
Υπήρχαν όμως και οι καλές στιγμές, όπως όταν έφτασε στην Ιαπωνία και ενθουσιάστηκε με τη χώρα. «Είναι η πιο γοητευτική χώρα για να οδηγεί κανείς μοτοσυκλέτα. Όλα είναι τόσο διαφορετικά, τόσο όμορφα, τόσο ιδιόμορφα με τη δική τους χάρη».
Ποιο ήταν το πιο δύσκολο σημείο σε αυτό το ταξίδι των 28.960 χιλιομέτρων;
Όχι οι αμμόλοφοι της Σαχάρας ή τα μονοπάτια στη ζούγκλα της Σρι Λάνκα όπου τον κυνήγησαν τζάγκουαρ (όχι τα αυτοκίνητα), αλλά ο δρόμος στο Όρεγκον των Η.Π.Α. Στα τελευταία στάδια του ταξιδιού (φτάνοντας από την Ιαπωνία με πλοίο), ο Clancy βρέθηκε με έναν φίλο του και μαζί καλύψανε τα τελευταία χιλιόμετρα. Περνώντας από τα Βραχώδη Όρη (και το ανύπαρκτο οδικό δίκτυο) υπήρχαν μέρες που μπορούσαν να ταξιδέψουν μόλις 30 χιλιόμετρα, παλεύοντας με τη λάσπη και τους βράχους.
Τον Αύγουστο του 1913 ο Clancy έφτασε και πάλι στη Νέα Υόρκη, ολοκληρώνοντας το ιστορικό του ταξίδι, το οποίο χρηματοδότησε αρθρογραφώντας για αυτό καθ`όλη τη διάρκεια και στέλνοντας τα άρθρα στο Bicycle World και στο Motorcycle Review.