Πιο μαλακό και προοδευτικό είναι φέτος το πιρούνι, μιας και έχει δεχθεί διαφορετικό σετάρισμα.
Η ροπή του μοτέρ, σε συνδυασμό με το μικρό βάρος της μοτοσικλέτας, είναι τα δύο στοιχεία που κερδίζουν από την αρχή τις εντυπώσεις. Από τα συνεχή σαμαράκια (βαθιά σαμαράκια) περνάς με μικρά αλματάκια, επωφελούμενος τη ροπή του μοτέρ και σπάνια τη χρήση του συμπλέκτη. Ακόμη κι όταν η μοτοσικλέτα απογειώνεται ελαφρά, μπορείς να αλλάξεις την πορεία σου και να προετοιμάσεις την προσγείωσή σου σε χρόνο dt. Κι όλα αυτά χωρίς να είσαι πρωτοκλασάτος αναβάτης. Έχεις το χρόνο να το καταφέρεις, ακόμη κι όταν βρίσκεσαι λίγο πριν τη στροφή κι ετοιμάζεσαι να το πλασάρεις.
Η ροπή του εμφανίζεται από τις χαμηλές στροφές, χωρίς να σου μακραίνει τα χέρια. Για την ακρίβεια, η ροπή του κάνει αισθητή την παρουσία της ελαφρώς προς τις μεσαίες στροφές κι όχι από το ρελαντί κι ο κινητήρας γεμίζει με διαφορετικό τρόπο απ' ότι το εκρηκτικό 250άρι. Κατ' αυτόν τον τρόπο χαρακτηρίζεται πιο φιλικός και πιο εύχρηστος, ιδίως στα απαιτητικά σημεία και τα δύσβατα μονοπάτια. Στο κλείσιμο του γκαζιού ακούς τις πιστονιές να ελαττώνονται ρυθμικά, παρόλα αυτά, αν βρεθείς σε στιγμή πανικού, με μία απότομη κίνηση του δεξιού καρπού, ο κινητήρας επανέρχεται στη ζωή άμεσα, χάρη στην καλή απόκρισή του και θα σε ξελασπώσει στην κυριολεξία. Από τις μεσαίες στροφές κάνουν αισθητή την παρουσία τους οι κραδασμοί, που θα τους νιώσεις μόνο όταν οδηγείς σε χαλαρό ρυθμό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι περνούν απαρατήρητοι.
Το πιρούνι του είναι προοδευτικό, μαλακό στην αρχή της διαδρομής του και ελαφρώς πιο σκληρό στο ποσοστό που υπολείπεται. Διαβάζει άψογα τις ανωμαλίες του τερέν και παρέχει καλή απόσβεση, χωρίς να "χτυπάει" στις ρίζες και τα εγκάρσια λούκια. Εξίσου καλά συμπεριφέρεται το πίσω αμορτισέρ όταν κινείσαι στα κλειστά κομμάτια, όπου δένει αρμονικά με το σύνολο του πιρουνιού. Από την άλλη πλευρά, όταν βρεθείς σε φλαταδούρες ή ανοιχτές παρατεταμένες, τότε εμφανίζει μία νευρικότητα στο τιμόνι. Το συγκεκριμένο φαινόμενο αποτελεί ένα συνδυασμό της γεωμετρίας με τη λειτουργία του PDS, που παρουσιάζεται κυρίως κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Στα κλειστά κομμάτια το EXC300 είναι σωστό ποίημα. Ελίσσεται με ακρίβεια, σαν τίγρης που κυνηγάει το θήραμά του, αλλάζοντας κατεύθυνση και κλίσεις ταυτόχρονα με τη σκέψη σου. Ο τρόπος με τον οποίο φθάνει η ισχύς στον πίσω τροχό, σου επιτρέπει να ανοίξεις πρόωρα το γκάζι, πριν αρχίσεις να ισιώνεις τη μοτοσικλέτα, χωρίς να έχεις τον κίνδυνο να χάσεις τον πίσω τροχό από υπερβολικό σπινάρισμα. Στον τομέα της επιβράδυνσης, το εμπρός συνολάκι της Brembo δε θα σε απογοητεύσει. Είναι αρκετά ισχυρό, χωρίς να έχει ισχυρό αρχικό δάγκωμα και έχει καλή αίσθηση. Από την άλλη πλευρά, το πίσω υστερεί ελαφρώς σε αίσθηση και προοδευτικότητα, με αποτέλεσμα να βλέπεις “φως” προς το τέλος της διαδρομής του.
Στο σύνολο, το EXC 300 αποτελεί μία ολοκληρωμένη δίχρονη πρόταση, που αποτελεί εργαλείο για τον χομπίστα αναβάτη και ένα εκπληκτικό όπλο για τον απαιτητικό αγωνιζόμενο. Η τιμή του κυμαίνεται σε λογικά επίπεδα (7.7800ευρώ) και βρίσκεται σχεδόν στην ίδια κλάση με το Gas-Gas ΕC300 (7.550 ευρώ), όπου και τα δύο είναι σαφώς φθηνότερα από το ΤΜ 300 2T (7.210ευρώ).