Αν και πιο ξυραφένιο στη συμπεριφορά του από τον προκάτοχό του, δεν επηρέασε στο ελάχιστο αρνητικά τη σταθερότητά του.
Η θέση οδήγησης του CBR 1000RR είναι γνώριμη, έχει αυτή τη μαγεία που διαθέτουν οι μοτοσικλέτες της εταιρίας και από την πρώτη στιγμή αποκτάς οικειότητα. Η στάση που παίρνει το σώμα, αν και επιθετική, είναι λιγότερο ακραία από του ανταγωνισμού, χάνοντας μόνο πόντους από το ZX 10R. Ο παραγόμενος ήχος που αποβάλει το τελικό της εξάτμισης είναι λίγο περισσότερος από του περσινού μοντέλου και σε καμία περίπτωση δε φτάνει σε ενοχλητικό επίπεδο, το αντίθετο μάλιστα. Το σασμάν έχει βουτυρένια αίσθηση και σαφή λειτουργία. Το κοντύτερο μεταξόνιο και τα λιγότερα κιλά γίνονται άμεσα αντιληπτά. Η μοτοσικλέτα έχει ελαφρύτερη αίσθηση και οι αλλαγές κατεύθυνσης γίνονται με μεγαλύτερη ευκολία από το περσινό μοντέλο. Οι αναρτήσεις στις στάνταρ ρυθμίσεις τείνουν προς τη μαλακή λειτουργία, με περισσότερο της εμπρός ανάρτησης που χάνει μέρος της διαδρομής στα φρένα. Αυτή η λειτουργία των αναρτήσεων κρίνεται σωτήρια στις καθημερινές μετακινήσεις, αλλά θα χρειαστεί νέο σετάρισμα μόλις οι ρυθμοί ανέβουν. Το μικρότερο μεταξόνιο μπορεί να επηρέασε θετικά την ευελιξία της μοτοσικλέτας, αλλά από την άλλη δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στην σταθερότητά της. Έτσι, το CBR παραμένει ακλόνητο, τόσο σε ταχύτητες κοντά στην τελική του, όσο και σε παρατεταμένες στροφές. Το ηλεκτρονικό σταμπιλιζατέρ, που τόσο επικριτικά σχόλια έχει δεχθεί για τη λειτουργία του στην πίστα, λειτουργεί εξαίσια στο δρόμο και τόσο διακριτικά, που απλώς ξεχνάς τη σωτήρια ύπαρξή του. Η δύναμη του κινητήρα βγαίνει πιο ζωντανά, παραμένοντας όμως γραμμική. Τα φρένα είναι αποτελεσματικά, στερούνται του αρχικού δαγκώματος, μια ιδιαιτερότητα που εκτιμάται στις χαμηλομεσαίες ταχύτητες, προσφέροντας προοδευτικό και ασφαλές φρενάρισμα. Η πληροφόρηση που παρέχει το σύστημα πέδησης όσο και οι αναρτήσεις κρίνονται ικανοποιητικά.