Στην επίσημη παρουσίαση του μοντέλου στην Ισπανία είχε πάει ο Δημήτρης Κάνδυλας, ο οποίος τα τελευταία νέα τον ήθελαν στη Δανία. Ε, λοιπόν, αν με καλούσε για μια μπίρα το σαββατοκύριακο που είχα το FJR, δε θα έπαιρνα το ρίσκο να πετάξω στους αιθέρες. Θα προτιμούσα τη σταθερότητα του Yamaha στην άσφαλτο, που όσο πιο μαύρη γίνεται η άσφαλτος, δείχνει ακόμη πιο πεινασμένο (για χιλιόμετρα). Το γκριπ του γκαζιού κρύβει μια κτηνώδη δύναμη που είναι όλη δικιά σου και που παρά τα χιλιόμετρα, τη νιώθεις να σου προκαλεί μια ανατριχίλα, όταν το ανοίγεις γενναία. Το μοτέρ μουγκρίζει … ‘‘πολιτισμένα’’, προσπαθώντας να κρατήσει τα προσχήματα και να διατηρήσει το κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του. Δεν είναι εύκολο όμως να κρύψεις την ορμή της ισχύος του μοτέρ (143 ίππους ανακοινώνει η Yamaha) που θα δείξει 250 χλμ./ώρα στο κοντέρ του, με σένα μάλιστα όρθιο στη σέλα.
Είχα την ευκαιρία να το οδηγήσω σε μεικτή διαδρομή, ξεκινώντας από λίγα χιλιόμετρα στην πόλη, τα οποία ξέχασα γρήγορα βγαίνοντας στην Εθνική. Εκεί, ακολουθώντας ένα σταθερό ρυθμό (180-200 χλμ/ώρα), μου χάρισαν το πιο ξεκούραστο ταξίδι που έχω κάνει ποτέ. Το γκάζι έκλεινε ελάχιστα στις ανοιχτές στροφές και όλο και λιγότερο όσο συνήθιζες τη μοτοσικλέτα.
Πλαίσιο/ αναρτήσεις/ φρένα έδειξαν χαρακτήρα, όταν χρειάστηκε να χωθώ πιο δεξιά με πολλά χιλιόμετρα, βλέποντας συχνά πυκνά τους Έλληνες οδηγούς αυτοκινήτων να κάνουν επίδειξη προσπέρασης σε έξοδο στροφών, εννοείται πατώντας και ξεπερνώντας τη διπλή διαχωριστική.
Η προστασία από τον αέρα με άφησε ευχαριστημένο, δοκιμάζοντας μάλιστα ποικιλία ρυθμίσεων. Μάλιστα στην υψηλότερη θέση, είχα και καλή προστασία από το ψιλόβροχο, που έπεφτε για αρκετά χιλιόμετρα, ενώ και η ορατότητά μου ήταν καλή. Η σέλα στο χαμηλότερο σημείο της με βόλεψε, ιδιαίτερα στο χειρισμό της μοτοσικλέτας με λίγα χιλιόμετρα.