Ο λόγος που δεν επελέγη ως τίτλος κάτι πιο γλαφυρό, όπως «άγριο ξεφάντωμα» ή «DiSEXion and the city», είναι γιατί τόσο το πρώτο Diversion (1991-2002) όσο και ο εν έτει 2009 απόγονός του, αποτελούσαν και αποτελούν μοτοσικλέτες της λεγόμενης all-round κατηγορίας, δηλαδή «τα κάνω όλα και συμφέρω». Αυτό στην ελληνική μοτοσικλετιστική πραγματικότητα μπορεί να σημαίνει κίνηση καθημερινά στην πόλη, χαλαρές βραδινές βόλτες, αποδράσεις με την παρέα τα σαββατοκύριακα και μακρινά ταξίδια εντός και εκτός Ελλάδος με συνεπιβάτη και αποσκευές. Και μάλιστα, όλα αυτά με μία μόνο μοτοσικλέτα, που δεν χρειάζεται να αδειάσετε τον τραπεζικό σας λογαριασμό για να την αποκτήσετε και να την συντηρήσετε στη συνέχεια. Το Diversion αποτελεί έναν κλασικό τετρακύλινδρο εκπρόσωπο της κατηγορίας, του οποίου η επιτυχία έγκειται στο πόσο καλά τα καταφέρνει σε καθένα από τα ανωτέρω αναγραφόμενα πεδία χρήσης. Βέβαια, οι απαιτήσεις με βάση την απόδοση του ανταγωνισμού είναι μεγάλες και δεν αρκεί απλώς η επίτευξη του μέσου όρου στο σύνολο!
Ψάχνοντας τον ακριβή ορισμό του «Diversion» στην ελληνική, τα e-λεξικά με παρέπεμψαν στο «παρεκτροπή,» το οποίο η αλήθεια είναι πως δεν ταιριάζει και τόσο στη συγκεκριμένη μοτοσικλέτα. Το «Diversion» όμως συνοδευόμενο από κάποια άλλη λέξη μπορεί να σημαίνει «διασκέδαση», που μου κάνει για πιο σωστό, ενώ αν το συνδυάσει κανείς με κάτι «συγγενικό» στη ρίζα του λήμματος, όπως το «Diversely» που σημαίνει «ποικιλότροπα,» έχουμε ως τίτλο το «ποικιλότροπη διασκέδαση». Αυτό μάλιστα! Μπορεί να μην είναι ό,τι πιο λόγιο έχετε διαβάσει, αλλά ανταποκρίνεται 100% στο χαρακτήρα της εν λόγω μοτοσικλέτας.
Μικρό με έναν «μεγάλο» τρόπο…
…ή το αντίθετο! Όπως και να το δει κανείς, το Diversion ανήκει στα «μαζεμένα» μοντέλα της κατηγορίας, σε ό,τι αφορά τις εξωτερικές του διαστάσεις. Ο λόγος που δημιουργείται αυτή η αίσθηση στον παρατηρητή είναι η λεπτή σιλουέτα του συνόλου ρεζερβουάρ – σέλας – ουράς, ενώ ακόμα και το φέρινγκ που προσθέτει -οπτικά- βάρος και όγκο στο μπροστινό μέρος, αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά «πληθωρικό» από τη θέση του οδηγού. Πάνω στο Diversion τίποτα δεν πρόκειται να ξενίσει τον οδηγό, ο οποίος κάθεται χαμηλά και με μια ελαφριά προς τα εμπρός κλίση, πατώντας με ευκολία και τα δύο του πόδια στο έδαφος. Οι πιο ψηλοί ίσως να βρουν τη γωνία που σχηματίζουν τα γόνατα τους εν κινήσει πιο «οξεία» από τα συνήθη δεδομένα της κατηγορίας, σε καμία περίπτωση όμως δεν χαρακτηρίζεται υπερβολική ή προβληματική. Η modular φιλοσοφία, που αποτελεί κοινό σημείο στα μοντέλα της κατηγορίας, εκφράζεται στο Diversion με τη δυνατότητα ρύθμισης του τιμονιού σε δύο θέσεις που μεταβάλλουν την απόστασή του από τον οδηγό. Αρκεί να διανυθεί μια απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων για την «περίοδο γνωριμίας» με το Diversion. Μια αλλαγή σχέσης, ένα ελαφρύ φρενάρισμα, μια στροφή και αυτό ήταν. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά φιλικό -αν όχι το φιλικότερο- μοντέλο της κατηγορίας, όπου τα πάντα επάνω του λειτουργούν μαλακά και γραμμικά, με εξαίρεση το κιβώτιο που θέλει λίγη δύναμη παραπάνω, σε σύγκριση με το υπόλοιπο «πανεύκολο» σύνολο. Η οικειότητα που νιώθει ο οδηγός ενισχύεται από την πολύ ελαφριά αίσθηση στις αλλαγές κατεύθυνσης, με τα κιλά του Diversion να εξαφανίζονται εν κινήσει. Μπορεί αυτό να είναι χιλιοειπωμένο ως έκφραση, αλλά αν δοκιμάσετε να σπρώξετε το Diversion με τα χέρια αφού πρώτα έχετε βιώσει την ανάλαφρή του αίσθηση στο δρόμο, είναι σίγουρο ότι θα εκπλαγείτε με το πραγματικό του βάρος. Εν κινήσει, δίνει την αίσθηση ότι πρέπει να είναι γύρω στα 160 κιλά, αλλά είναι 211.
Παρεκτρέπομαι στην πόλη…
…εδώ ταιριάζει γάντι η ερμηνεία του Diversion ως «παρεκτροπή», αφού το να κυνηγάς παπιά και scooter με ένα τετρακύλινδρο 600άρι σε καταστάσεις απόλυτου κυκλοφοριακού «πηξίματος», δεν είναι και ό,τι πιο φυσιολογικό. Οι πρώτες «συστάσεις» με τη μοτοσικλέτα προϊδεάζουν για μεγάλη ευελιξία και ευκολία και όντως αυτό συμβαίνει, όμως δεν περίμενα ποτέ ότι το Diversion έχει τη δυνατότητα να μετατρέπεται σε… αυτόματο μέσα στην πόλη! Και εξηγώ αμέσως. Βάζεις μια δευτέρα και αφήνεις τις στροφές να πέσουν χαμηλά, αρκετά χαμηλά. Ανοίγεις το γκάζι και η μοτοσικλέτα επιταχύνει, χωρίς δυσκολία. «Ε και;» θα αναρωτηθείτε εύλογα. ΟΚ, τι θα λέγατε όμως αν αυτή η διαδικασία επαναλαμβανόταν με τρίτη, τετάρτη, πέμπτη και έκτη χωρίς κανένα πρόβλημα; Μιλάμε για έκτη ταχύτητα, 20 χλμ./ώρα και περίπου 2.000 σ.α.λ., να ανοίγεις το γκάζι και η μοτοσικλέτα να φεύγει χωρίς κανένα δισταγμό και κόπιασμα, επιταχύνοντας ικανοποιητικά! Ο απίστευτα ελαστικός κινητήρας του Diversion, σε συνδυασμό με την ευκολία οδήγησης της μοτοσικλέτας, αποτελούν το τέλειο δίδυμο στην αντιμετώπιση του κυκλοφοριακού χάους. Απλά βάζεις μια 3η ή 4η -δεν έχει σημασία- και ανοιγοκλείνεις το γκάζι σαν να οδηγάς scooter. Αναπόσπαστος, εκμεταλλεύεσαι κάθε κενό και άνοιγμα μπροστά σου, ενώ η slim σιλουέτα της μοτοσικλέτας και το ικανοποιητικό κόψιμο του τιμονιού βοηθούν αρκετά στις «συμπληγάδες» από λαμαρίνα. Σε περίπτωση που αυτές κλείσουν, τα φρένα θα σώσουν την κατάσταση, όντας γραμμικά και πολύ ισχυρά, ακινητοποιώντας το Diversion εγκαίρως, όταν και όπου θέλετε. Μοναδικό «φάουλ» αποτελεί η επιλογή των ελαστικών Metzeler BT21, τα οποία ταιριάζουν σε πιο βαριές τουριστικές μοτοσικλέτες και μέχρι να ζεσταθούν δεν προσφέρουν και τόσο καλή πρόσφυση.
Αφήνοντας το κλεινόν άστυ…
…για προορισμούς κοντινούς ή μακρινούς, το Diversion σε κάθε περίπτωση διατηρεί τη φιλικότητά του, υπηρετώντας τον αναβάτη του. Το σύνολο semi φέρινγκ-ζελατίνας κάνει πολύ καλά τη δουλειά του, αφήνοντας μόνο ένα εξασθενημένο ρεύμα αέρα να γλύφει το πάνω μέρος του κράνους. Αν οι πιο ταξιδιάρηδες τοποθετήσουν μια υψηλότερη ζελατίνα, τότε τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο «απάνεμα» και η προστασία για τον κορμό και το κεφάλι ολοκληρωτική. Το κομμάτι της σέλας που αναλογεί στον οδηγό δεν πρόκειται να δημιουργήσει προβλήματα άνεσης και οι στάσεις κάλλιστα μπορούν να πραγματοποιούνται ανά 250 χλμ. για ανεφοδιασμό (αυτονομία 288 χιλιόμετρα). Ο συνεπιβάτης έχει στη διάθεσή του μαρσπιέ τοποθετημένα σε ανθρώπινη θέση και δύο πολύ καλές εργονομικά χειρολαβές, θα ζητήσει όμως πιο συχνά στάσεις, λόγω του οριακά άνετου πλάτους της σέλας. Η ιδανική ταχύτητα ταξιδιού για το Diversion είναι μεταξύ 140 και 180 χλμ./ώρα, όπου ο κινητήρας έχει αρκετά αποθέματα ισχύος για προσπεράσεις και η μοτοσικλέτα διαγράφει ακλόνητη τις παρατεταμένες. Η σταθερότητα παραμένει ως χαρακτηριστικό και σε υψηλότερες ταχύτητες, με την επιτάχυνση όμως πάνω από τα 180 χλμ./ώρα να απαιτεί ανοιχτό δρόμο και ιδανικές συνθήκες για να επιτευχθούν τελικά τα 218 χλμ./ώρα της τελικής. Σε επαρχιακούς δρόμους, η ελαστικότητα του κινητήρα και η πολύ ελαφριά αίσθηση της μοτοσικλέτας κερδίζουν πάλι τις εντυπώσεις, προσφέροντας στον οδηγό τη δυνατότητα να «ρέει» στις στροφές με το Diversion, καταβάλλοντας πολύ μικρή προσπάθεια. Η γρήγορη οδήγηση δεν είναι εκτός φακέλου χρήσης και το σύνολο ανταποκρίνεται θετικά, αλλά σε περίπτωση που ο ρυθμός ανέβει αρκετά, το πίσω αμορτισέρ είναι το πρώτο που θα διαμαρτυρηθεί, προκαλώντας πλεύσεις σε απότομες αλλαγές κατεύθυνσης.
Συμπέρασμα: Τα πάντα (εύκ)ολα!
Η «ντυμένη» έκδοση του XJ6 διατηρεί τα χαρακτηριστικά του γυμνού μοντέλου στο ακέραιο, προσφέροντας επίσης μεγαλύτερες τουριστικές δυνατότητες. Σοφά σκεπτόμενη η Yamaha, πέτυχε την επιθυμητή διαφοροποίηση σε σχέση με τα υπόλοιπα all-round, χωρίς να δημιουργήσει το πιο sport, το πιο fun ή το πιο τουριστικό μοντέλο μεταξύ αυτών. Αντιθέτως, το Diversion ρίχνει όλο το βάρος στη χρηστικότητα, στη φιλικότητα και στην ευκολία οδήγησης, ανεβάζοντας τον πήχη πολύ ψηλά και «χτυπώντας» τον ανταγωνισμό με όπλο τα βασικά χαρακτηριστικά της κατηγορίας.
H προσθήκη του φέρινγκ δεν επέδρασε αρνητικά στη όψη του XJ6 Diversion, το οποίο παραμένει μια σύγχρονη αισθητικά μοτοσικλέτα.
Γωνιώδεις οι γραμμές της μοτοσικλέτας, δημιουργούν ένα κάθε άλλο παρά αδιάφορο σύνολο.
O κινητήρας προέρχεται από τα FZ6, που τον «δανείστηκαν» με τη σειρά τους από τα R6 του 2003. Απίστευτα ελαστικός, χάρη στις ρυθμίσεις της Yamaha.
To πιρούνι ισορροπεί ιδανικά μεταξύ άνεσης και απόδοσης. Πολύ καλά τα φρένα, «προδίδονται» από το ελαστικό που αργεί να ζεσταθεί.
Κάτω από τη σέλα υπάρχει αρκετός χώρος για λουκέτο, αδιάβροχο και ένα set επισκευής tubeless ελαστικών.
Tο πίσω αμορτισέρ αποτελεί τον «αδύναμο κρίκο» στο πολύ καλό σύνολο. Η απουσία μοχλικού και η ποιότητα λειτουργίας του βάζουν φρένο σε γρήγορους ρυθμούς.
Τα όργανα θυμίζουν κάτι από τα χιλιάρια FZ. Ευανάγνωστα και με όσες πληροφορίες χρειάζεται ο οδηγός.