Οι πρόσφατες μειώσεις μέχρι και 400 ευρώ στις τιμές τριών εκ των δημοφιλέστερων μοντέλων της ελληνικής αγοράς, είχαν ως αποτέλεσμα τα μεσαίου κυβισμού ιαπωνικά on-off να πλησιάσουν όσο ποτέ άλλοτε μεταξύ τους τιμολογιακά, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη την επιλογή ενός εξ αυτών.
Για αυτό το λόγο ετοιμάσαμε και σας παρουσιάζουμε ένα μίνι αγοραστικό στο οποίο αναφέρονται οι εντυπώσεις μας από τις δοκιμές τον συγκεκριμένων μοντέλων, μαζί με τις νέες τιμές τους.
Honda XL700V Transalp
H «δυναστεία» του Transalp στην ελληνική αγορά συνεχίζεται με τη τρίτη σε σειρά έκδοση της μοτοσικλέτας, που αποτέλεσε και τον φορέα τριών σημαντικών αλλαγών. Ο μπροστινός τροχός μετά από 20 χρόνια μείωσε τη διάμετρο του στις 19 ίντσες σηματοδοτώντας μια νέα, πιο ασφάλτινη εποχή, ενώ ο κυβισμός του κινητήρα αυξήθηκε στα 680,2 κ.εκ. και η τροφοδοσία του άλλαξε από καρμπιρατέρ σε ηλ. Ψεκασμό. Μια πιο σύγχρονη σχεδιαστική φόρμα των κλασσικών γραμμών της οικογενείας των Transalp προσέδωσε την επιθυμητή ανανέωση σε ότι αφορά στην εμφάνιση, ενώ στις επιλογές των ιδιοκτητών προστέθηκε η δυνατότητα απόκτησης της μοτοσικλέτας σε έκδοση με ABS.
Το νέο Transalp 700 αποδεικνύεται καλύτερο σε όλους τους τομείς σε σχέση με τους προκατόχους του, αλλά παράλληλα καταφέρνει να διατηρήσει την ομοιογένεια και τη φιλικότητα που ανέκαθεν αποτελούσαν το «δυνατό χαρτί» του συγκεκριμένου μοντέλου. Όπως κάθε μοτοσικλέτα της Honda, δημιουργεί από τη πρώτη στιγμή ένα αίσθημα οικειότητας , απόρροια της μελετημένης εργονομίας που αποδεικνύεται άνετη και βολική για την συντριπτική πλειοψηφία των αναβατών. Το χαρακτηριστικό αυτό συνοδεύει το Transalp και εν κινήσει, αφού η μοτοσικλέτα είναι πολύ καλά ζυγισμένη και απαιτεί την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια από τον αναβάτη στην οδήγησης της, μετατρέποντας τις αστικές διαδρομές σε εύκολη υπόθεση.
Στο ταξίδι, το Transalp είναι κανό να διατηρήσεις ταχύτητες της τάξεως των 140 - 150 χ.α.ω. , ενώ η ένδειξη στο ψηφιακό του ταχύμετρο μπορεί να ξεπεράσει τα 180 χ.α.ω. αν οι συνθήκες είναι ιδανικές και επιμείνετε στο γκάζι. Σταθερό σε κάθε περίπτωση και άνετο για οδηγό και συνοδηγό λόγω της «βασιλικής» σέλας, χρειάζεται μόνο μια ψηλότερη ζελατίνα αφού η standard παρέχει ελάχιστη προστασία. H μείωση της διαμέτρου του μπροστινού τροχού στις 19 ίντσες αλλά και το πιο «σφιχτό» σετάρισμα των αναρτήσεων έχει –θετικό- αντίκρισμα στους επαρχιακούς δρόμους, όπου το Transalp αλλάζει κατεύθυνση πιο γρήγορα και πιο πειστικά σε σχέση με τα προηγούμενα μοντέλα, χωρίς να παρουσιάζει πλεύσεις όταν πιεστεί. Η απόδοση των φρένων είναι εξαιρετική και κορυφαία στην κατηγορία, προσφέροντας αίσθηση, γραμμική λειτουργία και ισχύ, γεγονός που σε συνδυασμό με το επίσης πολύ καλό ABS, αποτελεί «ασπίδα προστασίας» στην περίπτωση που θα χρειαστεί να φρενάρετε άμεσα. Τέλος, το Transalp μπορεί να έχασε λίγο σε άνεση συγκριτικά με τους προκατόχους του στο χώμα, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί μια «χωμάτινη limo» ικανή να διασχίσει ακόμα και δύσκολους χωματόδρομους, αρκεί οι ρυθμοί με τους οποίους θα κινηθείτε να μην ξεπεράσουν το τουριστικό – εξερευνητικό mode.
Το Versys της Kawasaki βρίσκεται κοντά μας για περισσότερα από δύο χρόνια και αποτελεί έναν από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της νέας τάξης πραγμάτων στα on-off, που θέλει τα μοντέλα της συγκεκριμένης κατηγορίας
να αποποιούνται και τα τελευταία χωμάτινα γονίδιά τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, o δικύλινδρος σε σειρά κινητήρας αλλά και το πλαίσιο προέρχονται από το street ER6n/f, ενώ από το ίδιο μοντέλο προέρχεται και η ιδιαίτερη...χωροταξική διαρρύθμιση, με το παράκεντρα τοποθετημένο πίσω αμορτισέρ και το τελικό της εξάτμισης που βρίσκεται κάτω από το μοτέρ, στη θέση της καρίνας.
Το όνομα του Versys προκύπτει από τα αρχικά των λέξεων Versatile System (ευπροσάρμοστο σύστημα) και όχι αδίκως, αφού η προσαρμοστικότητα σε κάθε –ασφάλτινο- πεδίο είναι αυτό που το διακρίνει. Tο Versys έχει πανάλαφρη αίσθηση, είτε είναι σταματημένο είτε κινείται, και αυτό, σε συνδυασμό με το μεγάλο κόψιμο του τιμονιού, αποδεικνύεται σωτήριο στην πόλη, όπου η μοτοσικλέτα είναι ικανή να ακολουθήσει τα παπιά και τα scooter. Το πραγματικό ατού αυτής της μοτοσικλέτας όμως είναι ο κινητήρας της που αποτελεί το πιο «ζωντανό» και ευχάριστο σε λειτουργία σύνολο της κατηγορίας. Δύναμη παντού, ελαστικότητα και …σούζες μόνο με το άνοιγμα του γκαζιού στις δύο πρώτες σχέσεις είναι τα χαρακτηριστικά του, παρόλο που οι 64 ίπποι που αποδίδει στο…press kit δεν εντυπωσιάζουν, αρχικά τουλάχιστον. Οι ευχάριστες εκπλήξεις όμως συνεχίζονται και στους στριφογυριστούς επαρχιακούς, όπου το Versys μπορεί να κινηθεί ταχύτατα και στα χέρια ενός ικανού οδηγού να βάλει τα γυαλιά ακόμα και σε μοτοσικλέτες «ειδικής» τιμής και «ειδικού» προορισμού. Το μεγάλο τιμόνι προσφέρει ιδανικό μοχλό και λόγω της ελαφριάς αίσθησης, οι εναλλαγές των κλίσεων γίνονται εύκολα και –κυρίως- γρήγορα, ενώ η streetάδικη λειτουργία των αναρτήσεων και το στιβαρό πλαίσιο διατηρούν τη συνοχή του συνόλου ακόμα και αν αυτό πιεστεί σε βαθμό που δε συνάδει με την κατηγορία των on-off.. Εξίσου καλά όμως τα καταφέρνει το Versys και στην εθνική. Η άνεση για αναβάτη και συνεπιβάτη επιτρέπει στάσεις μόνο για ανεφοδιασμούς, η κάλυψη από τον αέρα είναι ικανοποιητική, ενώ ο κινητήρας μπορεί να κρατά ταχύτητες της τάξεως των 160-180 χ.α.ω. άνετα, με τη μοτοσικλέτα να παραμένει σταθερή ακόμα και αν «κουβαλά» αυτά τα χιλιόμετρα σε παρατεταμένες στροφές. Σε ότι αφορά στις εκτός δρόμου δυνατότητες αυτές ξεπερνάνε ελάχιστα τις αντίστοιχες των street μοτοσικλετών. Αυτό σημαίνει ότι το Versys δεν κάνει για την διάσχιση της Πίνδου από δασικούς, αλλά με λίγη προσοχή και μικρές ταχύτητες, μπορεί κανείς να διανύσει αρκετά χιλιόμετρα βατών χωματόδρομων χωρίς πρόβλημα.
Η αναβίωση του θρυλικού Tenere προκάλεσε ενθουσιασμό στους έχοντες βιώματα από τη χρυσή εποχή του Paris – Dakar, ενώ αποτέλεσε παράλληλα και μια ευχάριστη έκπληξη στη κατηγορία των μεσαίων on-off , οι εκπρόσωποι της οποίας τείνουν όλο και περισσότερο προς την άσφαλτο. Αποτελώντας ένα από τα μοναδικά μοντέλα με πραγματικά διττό χαρακτήρα, το νέο Tenere φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν άξιο συνεχιστή της επιτυχημένης παράδοσης των προγόνων του και να επαναπροσδιορίσει τη κατηγορία στο ιδανικό 50-50 μεταξύ ασφάλτου και χώματος.
Όπως το πρώτο Tenere του 83 βασίστηκε στην «τότε» έκδοση του ΧΤ, έτσι και το νέο μοντέλο δανείζεται τον κινητήρα και επί μέρους τμήματα από το «νυν» ΧΤ660R.
Το πρώτο πράγμα που προκαλεί εντύπωση σε κάποιον που θα ανέβει για πρώτη φορά πάνω στο Tenere είναι το δυναμικό sag της μοτοσικλέτας, δηλαδή το πόσο «κάθονται» οι αναρτήσεις μόνο με το βάρος του αναβάτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα 895 χλστ. που απέχει η σέλα από το έδαφος να μειώνονται αρκετά, επιτρέποντας σε αναβάτες μέσου αναστήματος να πατάνε με σιγουριά στο έδαφος, επιτυγχάνοντας ικανοποιητική στήριξη και έλεγχο. Το Tenere μπορεί να κινηθεί με μεγάλη άνεση στο κλεινόν άστυ και παρά το φαινομενικά μεγάλο όγκο του δε θα δυσκολέψει καθόλου ακόμα σε συνθήκες κυκλοφοριακής συμφόρησης. H συγκεκριμένη μοτοσικλέτα είναι σίγουρο πως θα κληθεί να καλύψει μεγάλες αποστάσεις και οι μελλοντικοί ιδιοκτήτες που θα αποφασίσουν να ταξιδέψουν με το Tenere δε θα το μετανιώσουν καθόλου! Η προτεταμένη μάσκα μαζί με τη ζελατίνα κάνουν αρκετή δουλειά καλύπτοντας σε μεγάλο βαθμό τον οδηγό, αλλά η μεγάλη αυτή μετωπική επιφάνεια λειτουργεί ως «αερόφρενο» σε περίπτωση που φυσά αντίθετος άνεμος. Τα 150 χ.α.ω. είναι μία ρεαλιστική ταχύτητα ταξιδιού, ενώ με ευνοϊκές συνθήκες το ταχύμετρο θα πλησιάσει την ένδειξη των 180+ χ.α.ω., αν και το Tenere, λόγω των μαλακών αναρτήσεων και του μεγάλου ύψους, αισθάνεται πιο άνετα όταν δεν κυνηγά την τελική του.
Ταξίδι όμως δεν σημαίνει μόνο Εθνική αλλά και επαρχιακοί δρόμοι, που στην περίπτωση του Tenere δεν είναι απόλυτα βέβαιο πως θα έχουν καλή χάραξη και πρόσφυση. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, οι αναρτήσεις «κάθονται» αρκετά μόνο με το βάρος του αναβάτη, αλλά πολύ σωστά η Yamaha τις έχει ρυθμίσει έτσι ώστε στο υπόλοιπο διαθέσιμο της διαδρομής τους να εμφανίζουν μια πιο σφικτή λειτουργία αποτρέποντας σε μεγάλο βαθμό τις πλεύσεις και τη μετατόπιση βάρους στα φρένα. Τo Tenere, όπως και κάθε μοτοσικλέτα αυτού του είδους, αρέσκεται στην οδήγηση με ροή, ήρεμες κινήσεις και προεπιλογή γραμμών, ενώ αντιπαθεί τις νευρικές/ απότομες αντιδράσεις και τις αποφάσεις της τελευταίας στιγμής. Με την ίδια άνεση που κινείται στην άσφαλτο το Tenere θα συνεχίσει και στο χώμα, με κύριο μέλημα την άνεση του αναβάτη ανεξαρτήτως του τερέν που πρόκειται να διασχίσει. Οι αναρτήσεις πάλι έχουν τον κύριο λόγο, φιλτράροντας και αποσβένοντας τα πάντα και μεταφέροντας στον οδηγό την αίσθηση ότι οδηγά πάνω σε ...παχιά μοκέτα και όχι εκτός δρόμου. Με σβέλτους ρυθμούς μπορεί κανείς να διασχίσει ατελείωτα χιλιόμετρα χωμάτινων διαδρομών χωρίς η κούραση να διακόψει τη λαχτάρα της εξερεύνησης άγνωστων τόπων. Αν ο οδηγός ζητήσει κάτι παραπάνω και μετατρέψει το «σβέλτα» σε «γρήγορα», τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης θα σταθούν εμπόδιο ζητώντας την αντικατάστασή τους με κάτι πιο...τρακτερωτό ώστε να βελτιωθεί η πρόσφυση.