Τρεις προτάσεις supersport 1000 κ.εκ. είναι ικανές να ανεβάσουν κατακόρυφα το… ταχύμετρο της επιθυμίας! Τα τρία μοντέλα που παρουσιάζονται παρακάτω, διαθέτουν το καθένα τη δική του ισχυρή προσωπικότητα και είναι ικανά να ανεβάσουν την αδρεναλίνη.
Μπορεί η Aprilia να επέμενε «δικύλινδρα» μέχρι πρότινος στην κατηγορία, αλλά ο ανταγωνισμός και οι «MotoGP» μακροπρόθεσμες βλέψεις, την ώθησαν να «αυγατίσει» τους κυλίνδρους. «Το αίμα νερό δεν γίνεται» και έτσι η πρώτη τετρακύλινδρη απόπειρα της Aprilia στην κατηγορία δεν έγινε με εν σειρά διάταξη (φτου κακά για τους σύγχρονους -πλην ΜVAgusta- Ιταλούς), αλλά με V4 κινητήρα. Οι 180 ίπποι στις 12.500 σ.α.λ., το ride-by-wire γκάζι, οι μεταβλητού μήκους αυλοί εισαγωγής και η δυνατότητα επιλογής μεταξύ τριών διαφορετικών modes απόδοσης του κινητήρα, πληρούν τα σύγχρονα standards απόδοσης και τεχνολογίας στη supersport κατηγορία. Χρησιμοποιώντας το know-how από την αγωνιστική της εμπειρία, η Aprilia κατασκεύασε ένα ελαφρύ (στα 10,1 κιλά) αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών για το RSV4 Factory, το οποίο συμπληρώνεται από πανέμορφο ψαλίδι «τερατώδους» διατομής, του ιδίου υλικού. Ως «factory» έκδοση, η μοτοσικλέτα πλαισιώνεται από κορυφαία περιφερειακά, όπως το πλήρως ρυθμιζόμενο USD πιρούνι 43 χλστ. και το «ασορτί» σε κατασκευαστή και ρυθμίσεις μονό αμορτισέρ πίσω, τα φρένα διαμέτρου 320 χλστ. με τετραπίστονες ακτινικές monobloc δαγκάνες της Βrembo (220 χλστ. - διπίστονη Βrembo δαγκάνα πίσω) και τους τροχούς από σφυρήλατο αλουμίνιο.
Honda CBR 1000RR C-ABS
To γενεαλογικό δένδρο αυτής της μοτοσικλέτας έχει τις ρίζες του στο ριζοσπαστικό για την εποχή του CBR 900RR του 1992, με τις γενιές των CBR που ακολούθησαν να εξελίσσουν και να βελτιώνουν τη βασική ιδέα του «απόλυτου ελέγχου». Μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει και στο CBR της εποχής μας τα στοιχεία αυτά, αλλά και να διαπιστώσει ότι η user friendly φιλοσοφία που διακρίνει όλα τα Honda βρίσκει εφαρμογή και στην απόλυτη κατηγορία των supersport, χωρίς αυτό να σημαίνει παραχωρήσεις οποιουδήποτε είδους. Ευκολοδήγητο και απόλυτα ελέγξιμο, το CBR 1000RR «κολακεύει» τον οδηγό του χωρίς όμως να
τον εξαπατά και είναι ίσως το μοναδικό supersport 1000άρι που δεν τρομάζει στη θέα ενός μποτιλιαρισμένου δρόμου. To CBR 1000RR αποτελεί επίσης την πρώτη μοτοσικλέτα στην κατηγορία που εξοπλίζεται με σύστημα ABS. Και όχι όποιο κι όποιο, αλλά το C-ABS που εξελίχθηκε ειδικά για τα supersport από τη Honda και η λειτουργία του δεν «χαλάει το πάρτι» ακόμη και μέσα στην πίστα. Το C-ABS συνεργάζεται με δίσκους διαμέτρου 320 χλστ. και τετραπίστονες δαγκάνες μπροστά και μονό δίσκο διαμέτρου 220 χλστ. με μονοπίστονη δαγκάνα πίσω. Ένα πλήρως ρυθμιζόμενο ανεστραμμένο πιρούνι «φυσιγγίου» με διάμετρο 43 χλστ. και ένα επίσης πλήρως ρυθμιζόμενο αμορτισέρ αποτελούν τις αναρτήσεις του CBR, ενώ η μοτοσικλέτα φέρει και το δεύτερης γενιάς αυτόματα ρυθμιζόμενο σταμπιλιζατέρ, ΗΕSD.
Kawasaki ZX-10R
Το «υπερόπλο» της εταιρείας που έχει κάνει σημαία της τις επιδόσεις, δεν θα μπορούσε παρά να είναι προσηλωμένο στο σκοπό αυτό. Ισχυρό στα όρια της υπερβολής και πολύ γρήγορο, το ZX-10R εκπληρώνει το χρέος του απέναντι στην «πράσινη» καταγωγή του, αλλά ταυτόχρονα φροντίζει ώστε η υπεροχή του να έχει αντίκρισμα και σε άλλα πεδία πέρα από τις ευθείες. Γι’ αυτό το λόγο έχει εξοπλιστεί με ένα «τερατώδες» αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών, το οποίο συμπληρώνεται από αντίστοιχο ψαλίδι, με πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις (USD 43 χλστ. μπροστά - μονό αμορτισέρ αερίου πίσω) και δισκόφρενα διαμέτρου 310 χλστ. με ακτινικές τετραπίστονες δαγκάνες μπροστά (δίσκος 220 χλστ. με δαγκάνα μονού εμβόλου πίσω).
Η απαραίτητη τεχνολογική πινελιά στο ZX-10R είναι το σύστημα KIMS (Kawasaki Ignition Management System), που αποτελεί την άποψη της Kawasaki για το Traction Control. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της κεντρικής υπολογιστικής μονάδας στην ανάφλεξη, το οποίο ελέγχει τις στροφές του κινητήρα και όταν ανιχνεύσει απότομη αύξηση (που προέρχεται από σπινάρισμα) μειώνει την παροχή δύναμης στον πίσω τροχό, επαναφέροντάς τον στην τάξη. Παρόλα αυτά, το σύστημα δεν παρεμβαίνει όταν το γκάζι ανοίγει τέρμα, αφήνοντας τον αναβάτη (που ξέρει τι κάνει) να «σπινάρει» όσο θέλει τον πίσω τροχό.