Αν και συνηθίζουμε για λόγους ευκολίας να μιλάμε για μαλακές και σκληρές γόμες, η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο περίπλοκη και ενδιαφέρουσα. Παρότι το μεγαλύτερο ποσοστό της γόμας ενός ελαστικού αποτελείται από καουτσούκ, αυτό είναι εμπλουτισμένο με σειρά προσμείξεων όπως το πυρίτιο, σχεδιασμένες για να ελέγχουν τη διάχυση και τη διασπορά της θερμοκρασίας σε όλο το εύρος του.
Η θερμότητα παράγεται από την τριβή του ελαστικού με το έδαφος και η τεχνογνωσία των εταιρειών τους επιτρέπει να χειριστούν τα χαρακτηριστά της, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα που φέρνει και προσπαθώντας να μειώσουν τα αρνητικά της χαρακτηριστικά.
Πρακτικά, η αύξηση της θερμοκρασίας του πέλματος κάνει τα μόρια του υλικού πιο κινητικά, προκαλώντας χαλάρωση στους δεσμούς μεταξύ τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μαλακώνει αισθητά η εξωτερική επιφάνεια του λάστιχου, εφαρμόζοντας έτσι καλύτερα στις μικροανωμαλίες της ασφάλτου προσφέροντας έτσι καλύτερη πρόσφυση – και αυτό σε αυτό το χαρακτηριστικό αναφερόμαστε όταν λέμε ότι ένα ελαστικό πρέπει να έρθει σε θερμοκρασία λειτουργίας για να αποδώσει.
Δυστυχώς όμως, αυτή η αυξημένη κινητικότητα έχει και τα μειονεκτήματά της. Όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία, τόσο πιο εύκολα αποκολλούνται τμήματα του ελαστικού από την τριβή με την άσφαλτο και τόσο πιο γρήγορη είναι η φθορά του. Αυτό είναι και το φαινόμενο που κάνει τα ελαστικά των μοτοσυκλετών να μαζεύουν "μασούρια" στις άκρες τους και να γίνονται τόσο πιο ανάγλυφα μετά από παρατεταμένη χρήση πίστας.
Ένα άλλο πρόβλημα που μπορεί να παρουσιαστεί είναι αυτό της υπερθέρμανσης του ελαστικού, κάτι που γίνεται συνήθως αντιληπτό με το μάτι γιατί η γόμα αλλάζει χρώμα, μπλεδίζοντας ελαφρά.
Στην περίπτωση αυτή, το ελαστικό είναι ουσιαστικά άχρηστο πλέον, καθώς λόγω της υπερθέρμανσης έχει αλλάξει σημαντικά η δομή της γόμας με κατακόρυφη πτώση της πρόσφυσης.