Το σχεδιαστικό, τουλάχιστον σε ότι αφορά στο από πού αντλήθηκε η έμπνευση, νομίζω ότι το αναλύσαμε στο εισαγωγικό κείμενο. Η δουλειά που έκανε το ατελιέ της Guzzi είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακή, δημιουργώντας μια μοτοσικλέτα που ακολουθεί κάποιες πεπατημένες οδούς αλλά διατηρεί την μοναδικότητα της, προβάλλοντας μια ξεχωριστή ταυτότητα. Δεν είναι ένα αντίγραφό, με λίγα λόγια.
Στον δρόμο, τραβάει τα βλέμματα όλων σαν μαγνήτης και δεν αναφερόμαστε μόνο στους εν moto αδερφούς αλλά και σε νέους, γέρους, γυναίκες και παιδιά, που αναγνωρίζουν ότι βλέπουν κάτι μοναδικό. Αν και το Bobber έχει αρκετές όμορφες λεπτομέρειες που απαιτούν πιο εντατικό «σκανάρισμα» με το βλέμμα για να σου αποκαλυφθούν, δύο είναι τα κυρίαρχα στοιχεία πάνω του: το πανέμορφο ρεζερβουάρ και –φυσικά- ο V2 εγκάρσιος κινητήρας.
Ποιοτικά τώρα, το επίπεδο είναι πολύ υψηλό, παντού υπάρχει μέταλλο ποιοτικά βαμμένο, όλα τα καλώδια είναι τακτοποιημένα, ενώ οι κολλήσεις του πλαισίου, δείχνουν πως έχει δοθεί προσοχή ακόμα και στα κρυφά σημεία. Φανταστικοί οι διακόπτες, από τους πιο όμορφους που έχουμε δει σε μοτοσικλέτα, επιτέλους εισάγουν άποψη και αισθητική σε ένα σημείο όπου συνήθως κυριαρχεί η βαρεμάρα και το τετριμμένο! Μπράβο στην Guzzi λοιπόν και ένα μπράβο ακόμη, γιατί πέρα από όμορφοί, οι διακόπτες είναι επίσης και λειτουργικοί.
Το μονό αναλογικό κοντέρ, που φιλοξενεί έναν ψηφιακό πίνακα και κάποιες ενδεικτικές λυχνίες, δεν εντυπωσιάζει αλλά ούτε είναι και παράταιρο σχεδιαστικά. Στροφόμετρο δεν υπάρχει, παρά μόνο shift light, το οποίο μπορεί να ρυθμιστεί σε δύο modes: είτε να ανάβει όταν «κρεμάει» ο κινητήρας χαμηλά, απαιτώντας κατέβασμα ταχύτητας, είτε να ανάβει όταν το μοτέρ μπαίνει κόκκινα και θέλει ανέβασμα ταχύτητας.
Η θέση οδήγησης θυμίζει περισσότερο νεορετρό μοτοσικλέτα παρά cruiser, τοποθετώντας τον οδηγό όρθιο μεν, αλλά όχι πολύ… (ξα)απλωτό δε. Το τιμόνι είναι αρκετά πλατύ και έχει υψηλούς αποστάτες στην πάνω τιμονόπλακα αλλά σε καμία περίπτωση δεν το λες ape hanger ή έστω low rise, είναι απλά ένα ανασηκωμένο φαρδύ τιμόνι τύπου μπάρας που δεν θυμίζει custom / cruiser. To αυτό ισχύει και για την θέση των μαρσπιέ, είναι σχετικά μπροστά αλλά όχι «τέντα – άπλα» να σου τοποθετούν τα πόδια λες και κάνεις κωπηλατική στο γυμναστήριο. Η σέλα είναι επίπεδη, σχετικά στενή, σίγουρα κοντή σε μήκος και slim σε ότι αφορά στο γέμισμα της με αφρώδες υλικό. Ο οδηγός μπορεί να κινηθεί με άνεση πάνω της αλλάζοντας θέσεις… έδρασης αλλά αυτά κόβονται με τη μία αν υπάρχει συνεπιβάτης πίσω. Το δικάβαλο δεν είναι το ιδανικότερο σενάριο για μακρινές αποστάσεις με το Bobber. Αν ο οδηγός είναι ανθρωπιστής, θα κάνει λίγο μπροστά αφήνοντας περισσότερο χώρο στον συνεπιβάτη και τότε απλά θα στριμώχνονται και οι δύο,« υποφερτά» για διαδρομές μέσα στην πόλη ή πολύ μικρά ταξιδάκια. Αν είναι ένα… γαϊδούρι και μισό, θα του αφήσει πολύ λίγο χώρο αναλογικά και ο συνεπιβάτης θα τον εγκαταλείψει με την πρώτη ευκαιρία. Ευτυχώς η Guzzi, μέσα στον τεράστιο κατάλογο με αξεσουάρ, συμπεριλαμβάνει και πιο άνετες σέλες.
Για να γκρινιάξουμε και λίγο, η θέση των εργαλείων στο πλαϊνό δεξί καπάκι είναι οκ, η πρόσβαση σε αυτό όμως, έχει θέμα. Βγάζεις την σέλα, και σε ειδική θήκη κάτω από αυτή, έχει ένα μικρό «αλενάκι», το οποίο χρησιμοποιείς για να ξεβιδώσεις τις τρεις βίδες που συγκρατούν το καπάκι και να φτάσεις στα εργαλεία.
Το δοκίμασα αλλά το αλενάκι είναι πολύ κακής ποιότητας και οι βίδες πολύ καλά σφιγμένες, οπότε θα κατέστρεφα τις κεφαλές τους από το ζόρι και έτσι τα παράτησα. Ένα καλύτερης ποιότητας αλενάκι, είναι επιβεβλημένο αν αποκτήσετε το V9 λοιπόν. Τέλος, υπάρχει θύρα USB κοντά στον λαιμό της μοτοσικλέτας για την φόρτιση ηλεκτρονικών συσκευών.