Ξεκινώντας από το κέντρο της Αθήνας, οι τρεις μοτοσικλέτες δείχνουν αμέσως τις διαφορές τους. Στα πρώτα μέτρα όλες πηγαίνουν μαζί, αλλά όσο οι συνθήκες δυσκολεύουν και ο δρόμος ασφυκτιά από αυτοκίνητα, το μοντέλο που αισθάνεται περισσότερο «σα στο σπίτι του» είναι το T-Max. Ο όγκος του μπορεί να πλησιάζει τους αντίστοιχους των άλλων δύο, το βάρος του να ξεπερνά ελαφρώς ακόμη και αυτό του Aquila, ωστόσο τα κύρια στοιχεία που χαρακτηρίζουν το μοντέλο της Yamaha, αλλά και όλα τα scooter, κάνουν τη διαφορά τόσο από το Ducati όσο και από το Hyosung. Η αυτόματη μετάδοση αφήνει το αριστερό χέρι ξεκούραστο, που το μόνο που μένει να κάνει είναι να ελέγχει την αριστερή μανέτα των φρένων. Η μετάδοση της δύναμης είναι άμεση και ένα μικρό άνοιγμα του γκαζιού είναι αρκετό για να πεταχτεί το T-Max μπροστά και να κυνηγήσει την όποια τρύπα βρει μπροστά του πριν αυτή καταληφθεί από κάποιο αυτοκίνητο. Η θερμότητα που εκπέμπει ο κινητήρας, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια του αναβάτη, δεν θα γίνει ποτέ αντιληπτή, καθώς αυτός περιστοιχίζεται από τα πλαστικά της ποδιάς. Επιπλέον προσόντα είναι το ιδιαίτερα χαμηλό κέντρο βάρους και το καλό του ζύγισμα, που συντελούν στη γρήγορη εκτέλεση ελιγμών προς αποφυγή της συμφόρησης. Αρνητικό σημείο σε όλη αυτή την εικόνα αποτελεί το πλάτος της κατασκευής, που, αν και δεν ξεφεύγει από τα μέτρα της κατηγορίας των mega scooter, στο συγκεκριμένο τρίο μοιάζει να είναι το μεγαλύτερο, τουλάχιστον από ψυχολογικής πλευράς, λόγω του όγκου που βρίσκεται μπροστά από τον οδηγό. Τέλος, το μεγαλύτερο ατού του T-Max στο κέντρο της πόλης με τη γνωστή ποιότητα των δρόμων είναι δίχως δεύτερη σκέψη το ABS που φέρουν τα φρένα του. Οποιαδήποτε στιγμή ζητηθεί η συνδρομή του, είναι πάντα διακριτική, κάτι που επιτρέπει στον αναβάτη να εκμεταλλευτεί την ισχύ των φρένων του χωρίς κανένα φόβο.
2) Ducati Monster 696
Σε αυτές τις συνθήκες το Monster μοιάζει να έχει προσαρμοστεί αρκετά καλά και θα κυνηγήσει με άνεση το ιαπωνικό scooter. Στην ιδιαίτερα χαμηλή από το έδαφος σέλα του θα βολευτούν γρήγορα και οι πιο μικρόσωμοι αναβάτες, με τα πόδια τους να φτάνουν στο έδαφος γρήγορα. Για αυτούς η τοποθέτηση του τιμονιού μοιάζει να είναι καλύτερη από ό,τι για τους ψηλότερους, αφού στους τελευταίους οι καρποί θα πονέσουν ελαφρώς, καθώς ο κορμός τους παίρνει ελαφρώς διαφορετική (πιο σκυφτή) στάση. Η στενή σιλουέτα προσθέτει αρκετούς πόντους στον τομέα της ευελιξίας και θα αφήσει τον αναβάτη απερίσπαστο στο κυνήγι της ιδανικής διαδρομής μέσα στο χάος των σταματημένων αυτοκινήτων. Σε αυτό συντελεί και ο πανάλαφρος συμπλέκτης, που θα αφήσει το χέρι του αναβάτη ξεκούραστο για αρκετή ώρα και το μόνο που θα χρειαστεί σε αυτή την περίπτωση είναι λίγη συνήθεια, λόγω του ότι απομονώνει αρκετά ψηλότερα από το μέσο όρο. Το κιβώτιο επίσης δεν απαιτεί μεγάλη δύναμη για να αλλάξει ταχύτητες, ενώ για το αστικό περιβάλλον η κλιμάκωσή του είναι καλή, αφού μπορείτε να κινείστε με μία πάνω και με λίγες στροφές χωρίς να σκορτσάρει ο κινητήρας, κάτι που άλλωστε μαρτυρά και την πολύ καλή δουλειά που έχει γίνει στο σύστημα ψεκασμού του 696. Λίγη συνήθεια απαιτεί το σχετικά μικρό κόψιμο του τιμονιού που οφείλεται στις διαστάσεις του πλαισίου στην περιοχή του λαιμού και βέβαια η θερμότητα που εκπέμπει το μοτέρ όταν η μοτοσικλέτα μένει ακινητοποιημένη για περισσότερο από ένα λεπτό και η θερμοκρασία περιβάλλοντος φέρνει στο νου όμορφες παραλίες και πολλά παγάκια... ¶λλος ένας τομέας που απαιτεί επαναπρογραμματισμό από πλευράς αναβάτη είναι η ισχύς του πακέτου πέδησης της ιταλικής δημιουργίας. Η αίσθηση που λαμβάνει ακόμη και σε δρόμους με εξαιρετικά μειωμένο συντελεστή τριβής είναι πολύ καλή, με τη δύναμη να βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα για την κατηγορία των μεσαίων γυμνών.
3) Hyosung Aquila
Στο αστικό περιβάλλον, το Aquila είναι αρκετά πιο εύχρηστο από όσο υπονοεί το μακρύ του μεταξόνιο και η εμφάνισή του. Σίγουρα δεν μπορεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς των άλλων δύο, ειδικά όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα σταθεί εμπόδιο στον αναβάτη του, όσο αυτός κινείται με λίγο μικρότερες ταχύτητες. Η πολύ καλή ελαστικότητα του κινητήρα του αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό την έλλειψη ροπής χαμηλά που περιμένεις από ένα μοντέλο αυτής της κατηγορίας, ενώ και ο συμπλέκτης είναι σχετικά μαλακός και δεν θα κουράσει τα δάκτυλα. Αυτό που θα προβληματίσει ελαφρώς είναι το σκληρό κιβώτιο, το οποίο απαιτεί περισσότερη δύναμη από το αναμενόμενο για να κουμπώσει μία ταχύτητα, ειδικά στην αλλαγή από πρώτη σε δευτέρα, ενώ και η εύρεση νεκράς απαιτεί λίγη υπομονή από αυτόν που βρίσκεται στο τιμόνι. Το κέντρο βάρους βρίσκεται χαμηλά, ενώ το ίδιο το βάρος εκπλήσσει ευχάριστα με την… απουσία του, αφού είναι χαμηλό και ακόμη και αν γείρει περισσότερο η μοτοσικλέτα σε κάποιο ελιγμό με μικρή ταχύτητα, δεν θα δυσκολευτείτε να την κρατήσετε όρθια. Σε αυτό βέβαια βοηθά και η σέλα… «σαύρα» που βρίσκεται μία ανάσα από το έδαφος, αλλά και η όρθια τοποθέτηση του κορμού που δίνει καλό έλεγχο της μοτοσικλέτας με τη μέση του αναβάτη. Τα φρένα στέκονται επίσης στο ύψος των περιστάσεων, με το πίσω να είναι και αυτό που θα χρησιμοποιηθεί περισσότερο σε τέτοιες συνθήκες, κάτι που επιτρέπει η πισώβαρη κατανομή. Σε γενικές γραμμές λοιπόν και όσο οι συνθήκες κίνησης είναι φυσιολογικές, το Aquila θα ευχαριστήσει τον αναβάτη του και θα γεμίσει τα στενά της πόλης με γαργαλιστικό δικύλινδρο ήχο. Αρκεί βέβαια να μην προσπαθήσει να κυνηγήσει μικρότερες ή πιο ευέλικτες κατασκευές, όπως το T-Max και το Monster, γιατί τότε η ενέργεια που θα σπαταληθεί είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το όφελος σε χρόνο.