Μόλις μπει σε λειτουργία ο κινητήρας, οι κραδασμοί του μονοκύλινδρου συνόλου είναι αμελητέοι δείχνοντας ότι έχουμε να κάνουμε με ένα σύγχρονο μοτέρ που έχει σχεδιαστεί σωστά. Ανοίγοντας το γκάζι αντιλαμβάνεσαι ένα αρχικό κόμπιασμα της μετάδοσης στο ξεκίνημα, αλλά από εκεί πέρα η σωστή ρύθμισή της προσφέρει άμεση απόκριση στο άνοιγμα του γκαζιού, ανεξάρτητα από τα χιλιόμετρα που δείχνει το ψηφιακό κοντέρ, ενώ έχεις απόλυτο έλεγχο όταν ελίσσεσαι με πολύ χαμηλές ταχύτητες. Και μιλώντας για ελιγμούς, αξίζει να σταθούμε στην κορυφαία ευελιξία του D-MAX, η οποία οφείλεται τόσο στο σωστά κατανεμημένο βάρος των 131 κιλών, καθώς το ρεζερβουάρ των 8,5 λίτρων βρίσκεται χαμηλά στο κεντρικό τούνελ, όσο και στη μικρή ακτίνα στροφής και τις μαζεμένες διαστάσεις.
Οι αλλαγές κατεύθυνσης γίνονται ακαριαία και το να εγκλωβιστείς κάπου είναι πολύ δύσκολο, αφού χωράς ακόμα και στα πιο στενά περάσματα, οπότε φτάνεις μπροστά στο φανάρι. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ο κινητήρας σβήνει και επανέρχεται άμεσα στη ζωή, χωρίς ίχνος καθυστέρησης μόλις, περιστρέψεις το γκριπ του γκαζιού. Τα πρώτα 80 χλμ. / ώρα από στάση έρχονται σε 17,3 δευτερόλεπτα, ενώ αν επιμείνεις το κοντέρ θα δείξει έως 105. Η ποιότητα κύλισης και το στιβαρό πάτημα του D-MAX εμπνέουν εμπιστοσύνη, ενώ η εργονομία είναι αντίστοιχη ενός GT scooter μεγαλύτερου κυβισμού. Οι αναρτήσεις είναι ρυθμισμένες προς το σκληρό, στοιχείο που γίνεται αντιληπτό όταν περνάς από έντονες κακοτεχνίες, αλλά ευθύνεται και για την «κοφτερή» συμπεριφορά του scooter. Πολύ καλή εντύπωση μας άφησαν και τα φρένα καθώς έχουν καλή αίσθηση και προοδευτική συμπεριφορά, ενώ τα 31,15 μέτρα που χρειάστηκαν για την ακινητοποίηση από τα 80 χλμ. / ώρα είναι μια επίδοση που ξεπερνά τον μέσο όρο της κατηγορίας.