Με την πρώτη επαφή με το Shiver, πάνω στη σέλα δηλαδή και τον κινητήρα σβηστό, η προσπάθεια διαφοροποίησης από το Tuono είναι έντονη. Τελείως διαφοροποιημένη η θέση οδήγησης, περισσότερο άνετη και μαλακή από το 1000άρι γυμνό της φίρμας. Οι διαφοροποιήσεις προεκτείνονται και στη λειτουργική και ηχητική αίσθηση του κινητήρα. Περισσότερο πολιτισμένη λειτουργία που μεταφράζεται σε λιγότερο μπάσο ήχο και σχεδόν ανύπαρκτους κραδασμούς. Η διαφορετική περιεχόμενη γωνία, το σύστημα ride-by-wire και φυσικά τα λιγότερα κυβικά τροποποίησαν τα χαρακτηριστικά του κινητήρα του Shiver, τόσο σε σχέση με τον αντίστοιχο της Rotax, όσο και με των υπόλοιπων δικύλινδρων. Αν και η μέχρι τώρα η ιστορία μας έχει διδάξει πως από έναν δικύλινδρο περιμένεις δύναμη στις χαμηλομεσαίες και ''κρέμασμα'' στις ψηλές σ.α.λ., το Shiver λειτουργεί σαν τετρακύλινδρο. Τα αποθέματα ροπής στις πολύ χαμηλές σ.α.λ. δεν είναι αυτό που περιμέναμε. Το σύστημα ride by wire, αν και προσπαθεί να πετύχει το ιδανικό, μάλλον μπερδεύει τα πράγματα, προσπαθώντας να καλύψει αυτή την αδυναμία του κινητήρα, που σε άλλους κινητήρες μεταφράζεται με σκορτσάρισμα, σου δίνει μια πρωτόγνωρη αίσθηση. Στο χαρτί θα μπορούσε να μεταφερθεί σαν ένα επαναλαμβανόμενο σκορτσάρισμα σε slow motion, που οι φάσεις σβήνω-τραβάω πιστονιά διαρκούν περισσότερο και πιο ομαλά. Το φιλικό και καθημερινό προφίλ που ήθελε να χαρίσει η Aprilia στο Shiver μπόρεσε να το πραγματοποιήσει με το ηλεκτρονικό γκάζι. Όσο βίαια και αν ανοίξει το δεξί γκριπ και εφόσον ο κινητήρας δε δουλεύει κάτω από τις 7.000 σ.α.λ., η παροχή δύναμης έρχεται ομαλά αλλά ευτυχώς όχι με την καθυστέρηση που εικάζαμε πως θα έχει. Στις 7.000 σ.α.λ. και πάνω υπάρχει ένα σκαλοπάτι ανόδου στη δύναμη και μέχρι τον κόφτη η παροχή έργου από τον κινητήρα είναι έντονη, ενώ οι εντολές που θα δώσει το δεξί γκριπ μεταφέρονται αμεσότατα. Η θέση οδήγησης, όπως είπαμε, είναι ξεκούραστη αλλά διαθέτει και μερικά sport στοιχεία. Συνεπώς, τα πρώτα παράπονα για την εργονομία της θα αρχίσουν με το που οι ρυθμοί της βόλτας περάσουν στο σύνδρομο καταδίωξης και εκεί το σχετικά μακριά τοποθετημένο τιμόνι δε φορτίζεται όσο θα έπρεπε από τον οδηγό με αποτέλεσμα να χάνει σε αίσθηση. Το πιρούνι της Showa είναι ρυθμισμένο περισσότερο μαλακό (είπαμε άνεση), ενώ και τα επίπεδα πληροφόρησης είναι αλήθεια πως τα περιμέναμε καλύτερα. Η γκρίνια μας επεκτείνεται και στο εμπρός σύστημα πέδησης, μιας και εκείνο στερείται σε αίσθηση αλλά και σε δύναμη, κάτι που ενοχλεί περισσότερο όταν πρόκειται για το κορυφαίο σύστημα της κατηγορίας (Brembo ακτινική). Το πίσω αμορτισέρ, αν και χωρίς μοχλικό, διαθέτει από τις καλύτερες λειτουργίες των αντίστοιχων της κατηγορίας με ίδια νοοτροπία (σύνδεση άμεσα με το ψαλίδι). Η ευελιξία του Shiver παρουσιάζει ιδιομορφία, μιας και ενώ στα πρώτα στάδια κλίσης η μοτοσικλέτα είναι ευέλικτη, για το κάτι παραπάνω απαιτείται δυσανάλογα περισσότερη προσπάθεια από μέρους του οδηγού. Η Aprilia με το σύστημα ride by wire έχει καταφέρει δίχως τη χρήση μονόδρομου συμπλέκτη να έχει τα ίδια αποτελέσματα με των μοτοσικλετών που διαθέτουν αντίστοιχο σύστημα. Στο βίαιο κλείσιμο του γκαζιού οι πεταλούδες παραμένουν λίγο ανοικτές. Φυσικά η αίσθηση είναι πρωτόγνωρη και ο οδηγός θα αρχίσει να εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα αυτή του Shiver με την πάροδο του χρόνου και την εξοικείωση με αυτή τη συμπεριφορά της μοτοσικλέτας.