Καθισμένος στη σέλα του Transalp όλα δείχνουν γνώριμα, όχι με τον προκάτοχο του νέου Transalp αλλά με την αίσθηση οικειότητας που διαθέτουν όλες οι μοτοσικλέτες της Honda. Οι διαφορές στη θέση οδήγησης γίνονται άμεσα αισθητές. Τα πόδια ανοίγουν λιγότερο φωλιάζοντας στις εσοχές του ρεζερβουάρ, ενώ και η σέλα είναι πιο στενή και σκληρή. Φυσικά, με ένα μαγικό τρόπο, παραμένει εξίσου άνετη με του προηγούμενου μοντέλου, ενώ επιτρέπει την ευκολότερη μετατόπιση του σώματος δεξιά-αριστερά.
Ο κινητήρας δουλεύει βελούδινα, και, παρά τα 33 περισσότερα κυβικά εκατοστά του, καταφέρνει να αποσβένει τους κραδασμούς του. Ο ψεκασμός δουλεύει εξαιρετικά και δεν παρουσιάζει δύστροπο χαρακτήρα ακόμα και στο στιγμιαίο άνοιξε-κλείσε του γκαζιού.
Οι αναρτήσεις είναι ίσως το μοναδικό σημείο που η μοτοσικλέτα θα δείξει την ηλικία της. Το πίσω αμορτισέρ αλλά και το πιρούνι δεν προσφέρουν την πληροφόρηση που περιμέναμε. Στη γενική, ήπια χρήση στον τομέα απόσβεσης θα ικανοποιήσουν σε μεγάλο βαθμό. Στην πιο σβέλτη οδήγηση όμως η μαλακή λειτουργία τους θα θέσει τα όρια. Στη διάρκεια της δοκιμής οδηγήσαμε την έκδοση με τα συνεργαζόμενα φρένα και τις τριέμβολες δαγκάνες. Το σύστημα πέδησης δούλευε εξαιρετικά, καταφέρνοντας να είναι αποτελεσματικό και προοδευτικό. Ο οδηγός θα χρειαστεί να ασκήσει λίγο περισσότερη δύναμη στη μανέτα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι σε υπερβολικό βαθμό.
Ο μικρότερης διαμέτρου εμπρός τροχός έχει χαρίσει χαρακτηριστική ευελιξία στη μοτοσικλέτα. Η αφαίρεση όγκου, η χαμηλότερη, από το έδαφος, σέλα και το μεγάλο κόψιμο του τιμονιού συνθέτουν μια μοτοσικλέτα ιδανική και για μέσα στην πόλη.