Δύο πράγματα μου έκαναν μεγάλη εντύπωση στο GT από την πρώτη κιόλας μέρα που το οδήγησα. Νούμερο ένα: η ευκολία με την οποία "κρύβει" τα χιλιόμετρα που πηγαίνει. Δεν καταλάβαινα γιατί τα αυτοκίνητα εκείνη τη μέρα πήγαιναν τόσο αργά, μέχρι να πάρω χαμπάρι ότι για αρκετή ώρα κινούμουν με 180-200, νομίζοντας ότι έχω καμιά 160άρα το πολύ. Νούμερο δύο: η τεράστια εμπιστοσύνη και σταθερότητα που επιδεικνύει το GT στα πολλά χιλιόμετρα. Καμπές με τελική ταχύτητα κοντά στα 240 σε ιδανικές συνθήκες και με το Sprint ακλόνητο; Ω, ναι. Το μεγάλο μεταξόνιο των 1.537 χλστ. και το σεβαστό βάρος των 268 κιλών με γεμάτο ρεζερβουάρ, δύο χαρακτηριστικά που το κάνουν αρκετά δύσχρηστο στην μποτιλιαρισμένη πόλη, αναδεικνύουν αντίθετα τις τουριστικές αρετές του βρετανικού τρικύλινδρου. Οι αυτοκινητόδρομοι είναι το ψωμί και το βούτυρο (bread and butter) του GT -όπως θα μας έλεγαν και οι ¶γγλοι. ¶ριστο στο ταξίδι, άνετο, έτοιμο ανά πάσα στιγμή για αστραπιαίες προσπεράσεις χωρίς προσπάθεια, ικανό να διατηρεί ψηλές μουαγέν δίχως να ζορίζεται και δίχως να ζορίζει. Προσοχή λίγο στα οριζάντια "λούκια" γιατί το GT έχει την τάση να τα ακολουθεί, φαινόμενο που ονομάζεται tramlining.
Μόνη αλλαγή που θα έκανα για να ολοκληρωθεί η "φούσκα προστασίας" του GT, θα ήταν μια ψηλότερη ζελατίνα. Φυσικά, και η sport οδήγηση είναι στις δυνατότητες της μοτοσικλέτας, πάντα σε λογικά όμως όρια. Αν το παρακάνετε και αρχίσετε να ζητάτε παράλογα πράγματα από αυτήν, τότε το βάρος θα κάνει την εμφάνισή του, συνεπικουρούμενο από την αργή γεωμετρία. Είπαμε, και θα το πούμε ξανά. Gran Turismo. Εκεί, Θεά.