Οι διαστάσεις της PX, της χαρίζουν μεγάλη ευελιξία και σε συνδυασμό με το ζωντανό κινητήρα, θα κινηθεί πολύ γρήγορα μέσα στην πόλη.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, αποτελούν πράγματα που διάβασα και σκόρπιες εντυπώσεις από την PX που οδήγησα (συγκεκριμένα οδήγησα δύο: την 125 και την 150). Ήρθε η ώρα να τα βάλω σε μια ιστορία, αυτή που διηγείται τις αναμνήσεις μου από την πρώτη μου επαφή μαζί της.
Η πρώτη μου ανάμνηση, φυσικά, έχει να κάνει με το κιβώτιο ταχυτήτων. Ανεβαίνοντας στην πρώτη PX που βρήκα (μία μπλε των 125 κ.εκ.), δοκίμασα λίγο το "λεβιέ" των ταχυτήτων (λειτουργεί μόνο με αναμμένο μοτέρ) και μπήκα στη διαδικασία να το συνηθίσω.
Στο αριστερό γκριπ βρίσκεται ο συμπλέκτης και το σύστημα αλλαγής ταχυτήτων.
Αρκετές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα και ενώ οι αλλαγές μου μπορούσαν πλέον να χαρακτηριστούν ομαλές, άρχισα να δίνω περισσότερη σημασία σε άλλους τομείς. Πρώτα απ´ όλα, στο πώς περισσότερες από 6-7 PX μπορούσαν να κινηθούν με μεγάλη άνεση μέσα στο μποτιλιάρισμα της Ρώμης! Η τεράστια ευελιξία δε λείπει ούτε από αυτό το μοντέλο και οφείλεται στο μικρό του βάρος, τις μαζεμένες διαστάσεις και το μέγεθος των 10άρηδων τροχών που χαρίζουν ακόμη πιο "αέρινη κίνηση". Επίσης, οι συνεχείς συμπλέξεις/απόσυμπλέξεις ταχύτητας έδιναν επιπλέον ώθηση στις PX που με περιτριγύριζαν, με αποτέλεσμα να νιώθω ότι βλέπω ελατήρια με την περιφερειακή μου όραση -μια Vespa εισέβαλλε από το πουθενά στην άκρη του ματιού μου με ταχύτητα που μειωνόταν μετά το χαρακτηριστικό "γκλανγκ" του κιβωτίου.
Επικεντρωμένος πάλι στα δικά μου και στην PX 125 που οδηγούσα εκείνη τη στιγμή, έδωσα περισσότερη σημασία στη λειτουργία του δίχρονου και αερόψυκτου κινητήρα που γουργούριζε από κάτω μου. Αν και η λειτουργία του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί στρωτή από κάποιον που έχει συνηθίσει σε τετράχρονα μοτέρ, η συμπεριφορά του ήταν κόσμια και οι επιδόσεις του ικανοποιητικότατες για μοντέλο 125 κ.εκ. Μετά το αναμενόμενο κενό στις χαμηλές στροφές λειτουργίας, το κοντέρ ανέβαινε γρήγορα και, εφόσον επέλεγες τη σωστή σχέση στην κατάλληλη στιγμή, η PX δεν έχανε καθόλου από την επιτάχυνσή της.
Ακόμη πιο ικανοποιημένος έμεινα με την έκδοση των 150 κ.εκ., η οποία είχε να μου προσφέρει και μεγαλύτερη ροπή. Επιπλέον, η επιτάχυνσή της ήταν σαφώς πιο σταθερή, χωρίς να έχει ανάγκη τόση από… πυροτεχνήματα.
Όσον αφορά στον υπόλοιπο εξοπλισμό τους, οι δύο εκδόσεις δε διέφεραν σε τίποτα. Τα φρένα ήταν εξίσου ικανά και στις δύο περιπτώσεις και δεν ένιωσα ανασφαλής, παρά τους απειλητικούς παράγοντες που με είχαν περικυκλώσει: κακό οδόστρωμα, τρελοί οδηγοί από τη Ρώμη, ακόμη πιο τρελοί δημοσιογράφοι από όλη την Ευρώπη, κ.ο.κ. Ανάλογη εμπιστοσύνη έδειξα και στις αναρτήσεις, κάτι που μετάνιωσα προς στιγμήν, ειδικά σε σημεία που παρασύρθηκα. Μετά από μια-δυο απογειώσεις του μπροστινού τροχού, εξαιτίας του λιθόστρωτου δρόμου, και απότομο ρίξιμο του βάρους στο πλάι, εξαιτίας της πίεσης στη στροφή, αποφάσισα ότι το συγκεκριμένο μοντέλο της Vespa δεν ενδείκνυται για σπορτίφ οδήγηση, ειδικά στους δρόμους της Ρώμης. Οπωσδήποτε, όμως, μπορεί να κινηθεί σβέλτα και με τεράστια ευελιξία, αδιαφορώντας για τα εμπόδια που θα βρεθούν στο δρόμο του.