Μια μοτοσυκλέτα-φετίχ που από πολλούς θεωρείται το καλύτερο μιας ιδιαίτερης κατηγορίας μοτοσυκλετών. Πόσο καλό ήταν για την εποχή του, το Honda NRS250;
Στην δεκαετία του 1980 και στις αρχές του 1990 τα sportbikes ήταν τόσο καυτά, όσο είναι αυτή την στιγμή τα μεγάλα adventure. Ήταν απλά, οι πιο ποθητές μοτοσυκλέτες του πλανήτη, ειδικά αν έφεραν λίγη από την δίχρονη «τρέλα» των Grand Prix της εποχής. Τότε τα πράγματα ήταν… άγρια: Οι δίχρονοι κινητήρες απέδιδαν πολλή δύναμη αλλά ήταν δύσκολο να τους ελέγξεις σωστά, ενώ μόλις είχε ξεκινήσει η προσπάθεια για βελτίωση των χαρακτηριστικών «στησίματος» των μοτοσυκλετών, δηλαδή καλύτερα πλαίσια-αναρτήσεις-μελέτες στην δυναμική.
Η κατηγορία των sportbikes 250 κυβικών ή αλλιώς γνωστή ως «Race Replicas» ήταν αυτό ακριβώς που λέει το όνομά της: Μοτοσυκλέτες εξωφρενικά κοντά στις αγωνιστικές κατασκευές, με κορυφαία απόδοση, μάλλον για λίγους και εκλεκτούς.Kawasaki, Yamaha, Suzuki και Honda ανταγωνίζονταν ανελέητα η μία την άλλη για την καλύτερη μοτοσυκλέτα της κατηγορίας. Στην Kawasaki αποδιδόταν ο τίτλος της ισχυρότερης, η Suzuki παρήγαγε ίσως την κορυφαία από άποψης στησίματος … όμως σε βάθος χρόνου, ένα άλλο μοντέλο διατηρεί το Hype γύρω από το όνομά του και αυτό είναι το Honda NRS250R.
Η NSR250R σχεδιάστηκε από την αρχή με κορυφαίες προδιαγραφές, ως replica της NSR250 που σάρωνε την κατηγορία των αγώνων. Το επίπεδο τεχνολογίας ήταν ασύλληπτο στο πρώτο μοντέλο, που εμφανίστηκε το 1986 ως μοντέλο της επόμενης χρονιάς. Ο κινητήρας των 250 κ.εκ. ήταν ουσιαστικά ένας «κομμένος στην μέση» αγωνιστικός της NSR500. To πλαίσιο και το ψαλίδι ήταν από αλουμίνιο με το πλαίσιο να είναι τεχνολογίας διπλής δοκού. Η τροφοδοσία γινόταν με καρμπυρατέρ, αλλά υπήρχε ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου της εξάτμισης και ανάφλεξης και το κιβώτιο ταχυτήτων ήταν τύπου κασέτας, εμπνευσμένο απευθείας από τους αγώνες. H ισχύς της ανερχόταν στους 45 ίππους, ωστόσο ήταν περιορισμένη με νόμο στην Ιαπωνία και μπορούσε να ανέβει πολύ ψηλότερα, αν κάποιος ήξερε τι και πώς να «πειράξει» στο μοτέρ…(πολλά NSR250R ξεπέρασαν τους 60 ίππους)
Η μοτοσυκλέτα συγκλόνισε τύπο και αναβάτες την εποχή εκείνη, με την κορυφαία οδηγική της συμπεριφορά και την γρηγοράδα της στις στροφές, θεμελιώνοντας τις αρετές για τις οποίες έγινε θρυλική αργότερα. Η NSR250R εξελισσόταν σταδιακά μέσα στα χρόνια και, μετά την πρώτη γενιά με τον κωδικό MC16, ακολούθησαν άλλες τρεις (MC18, MC21, MC28) με σημαντικές βελτιώσεις ανάμεσά τους. Στην πρώτη ανανέωση το 1988, απέκτησε καλύτερα φρένα, νέους τροχούς και ηλεκτρικά, νέα ανάρτηση και πολλές βελτιώσεις στον κινητήρα. Στην δεύτερη ανανέωση το 1990, άλλαξαν σχεδόν τα πάντα: Πλαίσιο, κινητήρας, ψαλίδι, αναρτήσεις, εμφάνιση, όλα, προς το πολύ καλύτερο.
Η αποκορύφωση του μοντέλου θα ερχόταν το 1994, με την NSR250R MC28. To τεχνολογικό επίπεδο για την εποχή απογειώθηκε: Η μοτοσυκλέτα απέκτησε ηλεκτρονικά όργανα, περιοριστή ισχύος με «κάρτα» που εμπόδιζε (λέμε τώρα…) τις επεμβάσεις στο μοτέρ, μονόμπρατσο ψαλίδι και νέα ηλεκτρονική PGM IV, που έλεγχε τον ατίθασο δίχρονο κινητήρα καλύτερα από ποτέ. Με την νέα ηλεκτρονική αυτή και το σταθερά κορυφαίο στήσιμο, η NSR επιδείκνυε εμφατικά ότι μία δίχρονη race replica μπορούσε να είναι οδηγήσιμη (σχεδόν) από τον καθένα, στο δρόμο. Η τελευταία γενιά της NSR ήταν πανάκριβη, αλλά αυτός είναι ένας παράγοντας που δεν ενόχλησε πολλούς που ήθελαν να αποκτήσουν την «απόλυτη αγωνιστική δρόμου».
20 χρόνια κλείνουν φέτος, από την λήξη της παραγωγής του NSR250R και ο θρύλος γύρω από το όνομά του δεν έχει σβήσει στο ελάχιστο. Τυχαίο; Δεν νομίζουμε. Η NSR, μαζί με τον ανταγωνισμό της, έδειξαν πολλούς δρόμους για την σημερινή ανάπτυξη, των superbikes με τους 230 ίππους και την οδηγική συμπεριφορά που θυμίζει αθλητή των Grand Prix.
Ανεκπλήρωτος πόθος,δεν το οδήγησα ποτέ σε αντίθεση με όλα τα άλλα 250-400.Φανταστικο μηχανάκι,το πρωτιμουσαν οι αγωνιζόμενοι.