Η φιλόξενη θέση οδήγησης με τη σωστή εργονομία παραπέμπει σε scooter μεγαλύτερης κατηγορίας, καθώς είναι ευρύχωρη με αγκώνες και γόνατα να λυγίζουν σε σωστές γωνίες. Πατάς το κουμπί της μίζας και ο κινητήρας μπαίνει σε λειτουργία αθόρυβα και δουλεύει στρωτά, χωρίς κραδασμούς που είναι συχνό φαινόμενο στους μονοκύλινδρους. Ανοίγοντας το γκάζι, επιταχύνει σβέλτα μέχρι τα 60 χλμ. / ώρα, με τη μικρή για τα δεδομένα του κυβισμού ιπποδύναμη να γίνεται αισθητή μόνο από εκεί και πάνω, καθώς τα χιλιόμετρα στο κοντέρ ανεβαίνουν πιο αργά μέχρι την τελική των 100 χλμ. / ώρα. Οι επιδόσεις όμως περνούν σε δεύτερη μοίρα όταν μιλάμε για scooter 125 κυβικών, αφού η ευκολία χειρισμών, η ευελιξία και η πρακτικότητα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο και εδώ το μικρό Burgman διαπρέπει.
Είναι ελαφρύ, μόλις 112 κιλά και αλλάζει κατεύθυνση ακαριαία σε περίπτωση που κάτι πεταχτεί στο δρόμο σου, ενώ το μεγάλο κόψιμο του τιμονιού το κάνει να ελίσσεται με μαεστρία στους ασφυκτικά γεμάτους δρόμους. Εδώ σύμμαχός σου είναι και η καλορυθμισμένη μετάδοση που ανταποκρίνεται περίφημα στις εντολές σου και μπορείς να ελέγχεις με ακρίβεια την ταχύτητά σου. Το start – stop είναι από τα καλύτερα της κατηγορίας, καθώς με το που ανοίξεις το γκάζι, ο κινητήρας εκκινεί άμεσα χωρίς καμιά καθυστέρηση, σαν να μην είχε σβήσει ποτέ. Οι αναρτήσεις αποσβαίνουν το μεγαλύτερο μέρος των ανωμαλιών του δρόμου και μόνο σε πολύ έντονες κακοτεχνίες θα βρουν… το μάστορά τους. Όταν τα χιλιόμετρα ανέβουν το μεταξόνιο των 1.290 χιλ. προσφέρει σταθερότητα και μπορείς να στρίβεις με τέρμα γκάζι χωρίς κουνήματα και ασάφειες, παρά τους μικρούς τροχούς, ενώ η ποιότητα κύλισης είναι αντίστοιχη μεγαλύτερων και ακριβότερων μοντέλων. Τα φρένα έχουν ωραία αίσθηση και χαρακτηρίζονται από προοδευτικότητα με την επίδοση των 33,4 μέτρων για την ακινητοποίηση από τα 80 χλμ. / ώρα να το κατατάσσει στο μέσο όρο της κατηγορίας.