Γιατί η RGV 250 έγινε περισσότερο γνωστή ως...μπανάνα; Και γιατί ήταν ένα από τα σημαντικότερα μοντέλα της ιστορίας της Suzuki; Ένα αφιέρωμα σε ένα ανεπανάληπτο μοντέλο.
Η δεκαετία του 1980 ήταν εξαιρετική για την μοτοσυκλέτα. Χάρη και στην παγκόσμια οικονομική ευρωστία, οι αναβάτες είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν οχήματα αποκλειστικά για αναψυχή, ενώ οι εταιρείες έριχναν… αβέρτα χρήμα στην εξέλιξη μοτοσυκλετών με εξωτικά και αγωνιστικά χαρακτηριστικά ακόμα και στα 125 κυβικά. Στην Ιαπωνία της εποχής η τρέλα γύρω από τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες μικρού κυβισμού ήταν στο απόγειό της και η Suzuki, με την RGV 250 προκάλεσε με την πρώτη πανικό, στους φίλους της κατηγορίας.
Ήταν μια αγωνιστική, διαθέσιμη για το δρόμο
Η RGV 250 ήταν μια μοτοσυκλέτα χωρίς κανέναν συμβιβασμό. Επρόκειτο απλά για ότι πιο κοντά στο αγωνιστικό μηχάνημα του Kevin Schwantz μπορούσε να αγοράσει κανένας τότε. Η πρώτη γενιά του μοντέλου εμφανίστηκε το 1988. Έφερε αλουμινένιο πλαίσιο δύο δοκών όπως οι μοτοσυκλέτες των Grand Prix, απέδιδε 50 ανακοινώσιμους ίππους και ζύγιζε μόλις 128 κιλά, ένας αριθμός που προκαλεί ίλιγγο ακόμα και σήμερα. Το RGV ήταν εξοπλισμένο με ρυθμιζόμενες αναρτήσεις εμπρός και πίσω, ηλεκτρονική ανάφλεξη χωρίς πλατίνες και διπλά δισκόφρενα 300 χιλιοστών εμπρός, που συνεργάζονταν με 4πίστονες δαγκάνες. Στα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1991, τα νούμερα της ισχύος αυξήθηκαν και οι ίπποι έφτασαν τους 60, ενώ η πίσω ανάρτηση έγινε πλήρως ρυθμιζόμενη.
Να γιατί το είπανε «μπανάνα»!
Το RGV 250 έχει γίνει γνωστό και ως «μπανάνα», στο μοτοσυκλετιστικό κοινό και υπάρχει πολύ συγκεκριμένος λόγος για αυτό! Η ονομασία προέκυψε μετά την μεγάλη ανανέωση του μοντέλου το 1991. Η RGV βελτιώθηκε σε πολλά σημεία, απέδιδε πλέον 62 ίππους και χρησιμοποιούσε ένα νέο, καμπύλο αλουμινένιο ψαλίδι, προκειμένου να φιλοξενηθούν όπως πρέπει οι ειδικές εξατμίσεις. Το σχήμα αυτού του ψαλιδιού ήταν και ο λόγος για τον οποίο το μοντέλο βαφίστηκε άτυπα «μπανάνα» και έμεινε έτσι στην ιστορία! Η μοτοσυκλέτα κράτησε αυτή τη μορφή μέχρι το 1997 όταν και σταμάτησε η παραγωγή της, ενώ το τελευταίο μοντέλο βγήκε και σε έκδοση «SP» -ήταν μια ακραία αγωνιστική βερσιόν, με ξηρό συμπλέκτη, καρμπυρατέρ με αισθητήρα πίεσης στο φιλτροκούτι, εισαγωγή ram air και μπορούσε να αγγίξει και τους 70 ίππους αν ρυθμιζόταν κατάλληλα!
Πανέμορφη στο μάτι, κόλαση στην πίστα
Η RGV εντυπωσίαζε με την εμφάνισή της. Ανόθευτη replica εμφάνιση, γραφικά που παρέπεμπαν στις πίστες, το μοναδικό ψαλίδι της μετά το 1991 και οι διπλές εξατμίσεις που έβγαιναν από δεξιά… Αλλά εκεί που πραγματικά διέπρεπε το μοντέλο, ήταν στην οδηγική συμπεριφορά του. Η 250άρα μοτοσυκλέτα ήταν κοφτερή σαν μαχαίρι, πανάλαφρη και εξαιρετικά στιβαρή, ενώ ο δίχρονος κινητήρας –όσο φυσικά τον κρατούσες στις ψηλές στροφές- την κινούσε με καταιγιστικούς ρυθμούς. Στα κατάλληλα χέρια και σε μια πίστα, η RGV 250 «δίκαζε» εύκολα και μεγαλύτερες μοτοσυκλέτες –ήταν μια «μπανάνα» που… σε δάγκωνε, αντί να την δαγκώσεις εσύ! Για την σημερινή εποχή, οι διαφορές στην οδήγηση σε σχέση με τις μοντέρνες supersport είναι φυσικά εμφανείς αλλά η RGV στέκεται ακόμα με αξιοπρέπεια απέναντί τους . Παραμένει ένα «φετίχ» εργαλείο για track days, με τον δικό του χαρακτήρα και την έλλειψη του φρένου κινητήρα λόγω του 2Τ μοτέρ να είναι ένα στοιχείο που αγαπούν πολλοί έμπειροι αναβάτες. Μην ξεχνάτε ότι η επιλογή απαλλαγής από το φρένο του μοτέρ μόλις πολύ πρόσφατα έγινε διαθέσιμη, στις μοντέρνες supersport…
Ένα συλλεκτικό μοντέλο
Οι RGV 250 που είναι σε πραγματικά καλή κατάσταση είναι μάλλον δυσεύρετες. Στην Ελλάδα, μια από αυτές βρίσκεται, σε κατάσταση βιτρίνας, στα χέρια του Σταύρου Παπασταύρου και του γιού του και γνωστού αγωνιζόμενου, Γιώργου. Μάλιστα, το Moto Τρίτη είχε την ευκαιρία να φωτογραφήσει και να απολαύσει από κοντά, σε δράση, την μοτοσυκλέτα στα ταλαντούχα χέρια του Γιώργου! Μια ξεχωριστή εμπειρία, που μας θύμισε γιατί ακόμα και μετά από σχεδόν 30 χρόνια, η RGV 250 παραμένει μια από τις σημαντικότερες μοτοσυκλέτες της εποχής της.
Πολυ καλο μηχανακι!αν μπορειτε καντε και ενα αρθρο για το NSR 250 του 1988 ηταν πολυ καλο εργαλειο!