net.mototriti.gr τεύχος net.mototriti.gr Scooter τεύχος

Απαστράπτον και μοναδικό το V7 Racer.

Με 200 νέα ή τροποποιημένα μηχανικά μέρη ο άμεσα αναγνωρίσιμος V2 είναι πλέον, πιο ισχυρός και πιο οικονομικός.

Πλήρως ρυθμιζόμενα τα αμορτισέρ του Racer, τα οποία μπορούν να τοποθετηθούν και στα Stone/Special.

Πολύ προοδευτικό στις αντιδράσεις του παρουσιάζεται το V7 Special στις στροφές και δεν θα εκπλήξει ποτέ αρνητικά τον αναβάτη του.

Eυάγνωστα με κλασσικές επιρροές απο την δεκαετία των 70s

Το κιτ για το Racer, με την ονομασία Record, πραγματικά μεταμορφώνει τη μοτοσικλέτα και την κάνει ακόμη πιο ποθητή.

Το κιτ δημιουργήθηκε σαν φόρος τιμής για το πρωτότυπο V7 που έσπασε 19 ρεκόρ ταχύτητας τη 10ετία του ’70.

Πανέμορφο το φαίρινγκ του επετειακού κιτ.

To ρεζερβουάρ του Racer με το δερμάτινο λουρί να το χωρίζει στα δύο είναι όλα τα λεφτά!

Το πιο ευέλικτο από τα τρία, αν και με μικρή διαφορά, λόγω των ελαφρύτερων και αλουμινένιων χυτών τροχών.

Οι τροχοί του Stone είναι ελαφρύτεροι κατά 1.440 και 860 γραμμάρια εμπρός και πίσω αντίστοιχα μειώνοντας έτσι το φαινόμενο της γυροσκοπικής αδράνειας κατά 30%.

Αποστολή Ιταλία: Moto Guzzi V7 series

Βρεθήκαμε στη λίμνη Como της Β. Ιταλίας και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας από τα ανανεωμένα V7. Ρετρό μοτοσικλέτες που προσπαθούν να συνδυάσουν το στιλ και την αίσθηση.

 
Το σύγχρονο V7, στις πρώτες…ροδιές της ζωής του, ξεκίνησε περισσότερο σαν ένα πείραμα για την Moto Guzzi και λιγότερο σαν ένα μοντέλο που θα της απέφερε οικονομικό κέρδος. Οι έρευνες έλεγαν ότι υπήρχε χώρος για μία φιλική ρετρό μοτοσικλέτα στην αγορά. Το πόσος ήταν αυτός ο χώρος, όμως, ήταν μάλλον άγνωστο. Έτσι οι άνθρωποι από το Mandello del Lario αποφάσισαν να υλοποιήσουν την ιδέα τους, το 2008, με την παρουσίαση του πρώτου V7 της σύγχρονης εποχής, ονόματι Classic.Τα μηνύματα από τις αγορές ήταν κάτι περισσότερο από ενθαρρυντικά και την επόμενη χρονιά έκανε την εμφάνιση της η έκδοση Café Classic που έτυχε επίσης θερμής υποδοχής. Ταυτόχρονα παρουσιάστηκε και το «ειδικό» V7 Racer, σε μορφή πρωτότυπου. Δεν έμελλε όμως να μείνει για πολύ έτσι αφού η μεγάλη πίεση που δέχτηκε η Moto Guzzi από το κοινό, για τη δημιουργία ενός μοντέλου παραγωγής, δεν μπορούσε να παραβλεφθεί. Η πίεση αυτή αποδείχθηκε πραγματική και σε σύντομο σχετικά διάστημα περισσότερα από 1.000 Racer βρήκαν τους ευτυχείς ιδιοκτήτες τους. Συνολικά, αυτά τα τέσσερα χρόνια έχουν πουληθεί πάνω από 3.500 V7, ένας αριθμός που ούτε η ίδια ιταλική εταιρία, πιθανόν, δεν είχε προβλέψει. Το σίγουρο είναι ότι έπεσε διάνα σε αυτή την επιλογή της. Ο κόσμος δείχνει να διψά για όμορφες και διαχρονικές μοτοσικλέτες που να είναι σε θέση να τους εξυπηρετούν στις καθημερινές τους ανάγκες και την ίδια στιγμή να μπορούν να βολτάρουν και να ταξιδέψουν με χαλαρούς ρυθμούς και πάνω από όλα με στιλ. Τρεις επιλογές λοιπόν για τρεις διαφορετικούς τύπους αναβατών οι οποίοι όμως έχουν μία κοινό κόλλημα. Το ρετρό.

Ποιότητα/Σχεδίαση: Ρετρό και σωστό
Λίγα πράγματα μπορούμε να πούμε για τη σχεδίαση του V7. Για να διαβάζετε αυτές τις γραμμές πάει να πει ότι είστε ήδη fan των κλασικής σχεδίασης μοντέρνων μοτοσικλετών. Το μόνο που έχω να σας πω εγώ είναι πως τα V7 δείχνουν το ίδιο καλά τόσο στις φωτογραφίες όσο και από κοντά! Από κοντά είναι που βλέπεις καλύτερα και τις δεκάδες λεπτομέρειες, όπως τον αετό της ιταλικής εταιρίας που κάνει την εμφάνισή του σε πάρα πολλά σημεία πάνω στις μοτοσικλέτες. Όσον αφορά στην ποιότητα κατασκευής πρέπει να πούμε ότι οι μοτοσικλέτες που οδηγήσαμε ήταν μοντέλα προπαραγωγής. Για αυτό το λόγο δεν μπορούν να κριθούν με απόλυτα αυστηρά κριτήρια σε αυτό τον τομέα, αφού σίγουρα θα υπάρξουν βελτιώσεις στα μοντέλα παραγωγής. Ακόμη και έτσι όμως καμία από τις τρεις μοτοσικλέτες δεν είχε κάποιο σημαντικό ψεγάδι, εκτός από το Stone και το φινίρισμα της ματ βαφής του. Όσο για το Special και φυσικά το Racer θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι μοντέλα παραγωγής με τη γενικότερη υψηλή ποιότητα της βαφής και της συναρμολόγησης να ικανοποιεί.

Κινητήρας: Ριζικά ανανεωμένος
Τα σημαντικότερα νέα για το V7 αφορούν το δικύλινδρο μοτέρ. Θα μπορούσαμε να μάλιστα να μιλάμε ακόμη και για μία νέα μονάδα ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι ο V2 δέχτηκε αλλαγές σε περισσότερα από 200 σημεία, ήτοι στο 70% των μηχανικών του μερών. Στόχος ήταν η αύξηση της ιπποδύναμης, η χαμηλότερη κατανάλωση και η μείωση των εκπεμπόμενων ρύπων, χωρίς να χαθεί παράλληλα ο χαρακτήρας και η αίσθηση που δημιουργεί το μοτέρ όταν βρίσκεται σε λειτουργία. Ξεκινώντας από έξω προς τα μέσα αλλαγή παρατηρούμε αρχικά στα νέα καπάκια των βαλβίδων που πλέον είναι μαύρα και όχι χρωμιωμένα με σχεδίαση που θυμίζει εκείνα του πρώτου V2 small block. Νέας σχεδίασης είναι και οι μεγαλύτερες ψύκτρες οι οποίες έχουν μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους για ταχύτερη απαγωγή της θερμότητας, ενώ το ανασχεδιασμένο φιλτροκούτι μετακόμισε κάτω από τη σέλα. Πολύ σημαντική αλλαγή είναι και η αντικατάσταση των δύο σωμάτων του ψεκασμού με ένα διαμέτρου 38 χλστ. της Magneti Marelli. Από εκεί ξεκινά η νέα πολλαπλή εισαγωγής σχήματος Υ που καταλήγει σε μεγαλύτερους αυλούς και φέρει δύο αισθητήρες οξυγόνου για βέλτιστη λειτουργία κάτω από όλες τις συνθήκες. Τα μπουζί έχει έρθει πλέον σε πιο κεντρική θέση στην κεφαλή και το ηλεκτρόδιό του εισβάλλει περισσότερο στο νέο θάλαμο καύσης σε σχέση με πριν. Νέας σχεδίασης είναι και οι κύλινδροι αλλά και τα ανθεκτικότερα και ελαφρύτερα πιστόνια που έχουν αποκτήσει «τσέπες» για τις βαλβίδες, ενώ η περιοχή σύνθλιψης του καύσιμου μείγματος έχει αυξηθεί. Τέλος, στο κυνήγι της μεγαλύτερης ισχύος αυξήηκε και η συμπίεση από 9,2 σε 10,2:1. Αυτές οι αλλαγές αύξησαν την ισχύ κατά 12% και ταυτόχρονα μείωσαν την κατανάλωση περισσότερο από 10% σε σχέση με πριν. Αλλαγές έχουμε και στο κιβώτιο με ένα νέο επιλογέα για τα γρανάζια των ταχυτήτων με σκοπό την αυξημένη ακρίβεια και ομαλότητα στις αλλαγές αλλά και τη μείωση του ανεπιθύμητου μηχανικού θορύβου. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη μικρότερη κατανάλωση του μοτέρ δίνουν μία αυτονομία που, σύμφωνα με τον κατασκευαστή, μπορεί να φτάσει τα 500 χλμ., χάρη και στο νέο μεταλλικό ρεζερβουάρ των 22 λίτρων (το προηγούμενο ήταν πλαστικό), με την κατανάλωση να ανέρχεται στα 4,34 λίτρα ανά 100 χλμ.! Τέλος, η μετάδοση συνεχίζει να πραγματοποιείται από τον παραδοσιακό άξονα.

Εργονομία: Ιδανική για τον μέσο αναβάτη
Ένας από τους κύριους λόγους ύπαρξης των V7 είναι φυσικά το commuting. Οι άνθρωποι της Guzzi προσπάθησαν να δημιουργήσουν μία άνετη θέση οδήγησης και για αυτό το σκοπό με ανάλογη τοποθέτηση των μαρσπιέ και του τιμονιού σε σχέση με τη σέλα. Το αποτέλεσμα κρίνεται εξαιρετικό με τον κορμό να τοποθετείται σε όρθια και ξεκούραστη στάση, ενώ το τιμόνι έρχεται κοντά στον αναβάτη και τα μαρσπιέ αφήνουν τα γόνατα να σχηματίσουν φυσικές γωνίες. Αυτό για όσους δεν ξεπερνούν τα 1,80 μ. Η ψηλότεροι και πιο μεγαλόσωμοι θα νιώσουν ελαφρώς στριμωγμένοι, αν και σε καμία περίπτωση δεν θα αισθανθούν άβολα. Η σέλα είναι μαλακή, ίσως λίγο περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε και το κοντό μήκος της θα επιτρέψει τη μεταφορά δεύτερου αναβάτη, αρκεί ο τελευταίος να μη ξεφεύγει από το μέσο όρο σε ύψος και όγκο. Κατά τα άλλα τα χειριστήρια βρίσκονται εκεί ακριβώς που πρέπει και δεν επιφυλάσσουν εκπλήξεις όσον αφορά τη λειτουργία τους. Τα πράγματα στο Racer είναι εντελώς διαφορετικά καθώς πρόκειται για…αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τα ψηλά τοποθετημένα κλιπόν αφήνουν τον κορμό να γείρει προς τα εμπρός και τα ρυθμιζόμενα μαρσπιέ φέρνουν τα πόδια πιο πίσω δημιουργώντας μία σαφώς πιο επιθετική στάση. Για καθημερινή χρήση δεν φτάνει στα επίπεδα άνεσης των Stone και Special και θα προτιμηθεί κυρίως για την αίσθηση άλλης εποχής που αφήνει στον αναβάτη. Παραδόξως, για τους ψηλότερους, τα ρυθμιζόμενα μαρσπιέ δείχνουν να λειτουργούν καλύτερα και θα ήταν μία καλή προσθήκη, ως αξεσουάρ, για τα άλλα δύο μοντέλα.

Αναρτήσεις/Φρένα/πλαίσιο: Κοινή βάση
Πανομοιότυπες είναι σε αυτούς τους τομείς η τρεις εκδόσεις του V, με μόνη εξαίρεση τα πλήρως ρυθμιζόμενα αμορτισέρ, με ξεχωριστό δοχείο, της Bitubo που έχει τοποθετήσει η Moto Guzzi στο V7 Racer. Το πλαίσιο είναι σωληνωτό διπλής ραχοκοκαλιάς και κατασκευασμένο από ατσάλι, το εμπρός πιρούνι συμβατικό με διάμετρο καλαμιών στα 40 χλστ., ενώ πίσω έχουν τοποθετηθεί δύο αμορτισέρ τα οποία ρυθμίζονται εύκολα ως προς την προφόρτισή τους. Η λειτουργία των αμορτισέρ έχει αναθεωρηθεί για τα stone και special με στόχο την αύξηση της προσφερόμενης άνεσης. Η διαδρομή τους ανέρχεται στα 118 χλστ. Αναθεωρημένη, σύμφωνα με την εταιρία, είναι και η λειτουργία του πιρουνιού με τη διαδρομή να παραμένει στα 130 χλστ. Για την πέδηση των V7 η ιταλική εταιρία έχει επιλέξει ένα δίσκο διαμέτρου 320 χλστ. για τον εμπρός τροχό και μία τετραπίστονη δαγκάνα της Brembo, ενώ τα σωληνάκια είναι μεταλλικά. Στο πίσω τροχό έχει τοποθετηθεί μία διπίστονη δαγκάνα και δίσκος 260 χλστ. Προς το παρόν δεν υπάρχει έκδοση ABS αλλά οι υπεύθυνοι της Moto Guzzi μας διαβεβαίωσαν πως μία τέτοια έκδοση ετοιμάζεται, όχι για το άμεσο μέλλον πάντως.

V7 Stone: Black to the bone!
Το Stone, αν και αποτελεί τη βασική έκδοση της σειράς V7, έτυχε να είναι η τελευταία μοτοσικλέτα που οδήγησα, από τις τρεις, στην πανέμορφη διαδρομή που είχαν επιλέξει οι άνθρωποι της Moto Guzzi γύρω από τη λίμνη Como. Ίσως και για αυτό ακριβώς το λόγο μου φάνηκε τόσο έντονή η διαφορά μεταξύ αυτού και των άλλων δύο, μια διαφορά που πηγάζει από τους χυτούς αλουμινένιους τροχούς του. Special και Racer φέρουν τροχούς με ακτίνες και αλουμινένια στεφάνη, οι οποίοι, αν και ελαφρύτεροι από του προηγούμενου μοντέλου, είναι βαρύτεροι από τους τροχούς του Stone με σχεδίαση απευθείας από τη 10ετία του ‘70. Μικρότερο βάρος σε αυτή την περιοχή σημαίνει αυτόματα και μικρότερη αδράνεια που συνεπάγεται ταχύτερες αντιδράσεις στην αλλαγή κατεύθυνσης και ελαφρύτερη γενικότερα αίσθηση κατά την οδήγηση. Χυτοί τροχοί αντί για ακτινωτούς σημαίνει επίσης και αυξημένη ακαμψία κάτι που επίσης γίνεται αντιληπτό στη σέλα του βασικού V7. Το Stone είναι και εκείνο που βρίσκεται πιο κοντά στα σύγχρονα commuter όσον αφορά στην αίσθηση που αφήνει στον αναβάτη του κατά την οδήγηση. Η μεγαλύτερη ευελιξία, έστω και αν η διαφορά σε σχέση με το Special είναι μικρή, θα αποτελέσει σημαντικό σύμμαχο για το αναβάτη στην κίνηση της πόλης. Σε δρόμο με στροφές το V7 θα τα καταφέρει καλά με το όριο να μπαίνει από τις αναρτήσεις που είναι προσανατολισμένες στην άνεση. Τα φρένα ανταποκρίνονται επίσης καλά στο έργο που έχουν να επιτελέσουν αφού διαθέτουν αρκετή δύναμη για τις ταχύτητες που θα κινηθείτε, ενώ πολύ καλή είναι και η αίσθηση που προσφέρουν.

V7 Special: Με τουριστικές διαθέσεις
Με μικρές διαφορές, αισθητικής φύσεως σε σχέση με το Stone, το Special παρουσιάζει μία ακόμη πιο νοσταλγική διάθεση χάρη και στην όμορφη διχρωμία του ρεζερβουάρ. Σύμφωνα με την εταιρία είναι η μοτοσικλέτα που βρίσκεται πιο κοντά στο αρχικό concept του V7που έφερε την υπογραφή του Lino Tonti και στο μενού του περιλαμβάνονταν κυρίως τα ταξίδια που συνοδεύονταν από αυξημένη άνεση. Η τελευταία, όπως και στη βασική έκδοση, βρίσκεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα με τις αναρτήσεις να απορροφούν ικανοποιητικά τις ανωμαλίες και να κρατούν ξεκούραστο τον αναβάτη. Ο ακτινωτός τροχός προσθέτει ακόμη περισσότερο στιλ και κάνει τη μοτοσικλέτα ελαφρώς πιο αργή στις αντιδράσεις της, σε δρόμο με στροφές, κάτι που τονίζει τον πιο ταξιδιάρικο χαρακτήρα που θέλει να της προσδώσει η Moto Guzzi. Για να ολοκληρωθεί όμως αυτός, πέρα από τις δερμάτινες βαλίτσες που έφερε το μοντέλο της παρουσίασης θα πρέπει να επιλέξετε και την ψηλή ζελατίνα, από τη λίστα των αξεσουάρ, καθώς η προστασία από τον αέρα είναι ανύπαρκτη. Κατά τα άλλα το Special συμπεριφέρεται το ίδιο φιλικά και προβλέψιμα με το Stone, συνηθίζεται αμέσως και κεντρίζει ακόμη περισσότερα βλέμματα στο δρόμο. Κάτι άλλο που παρατήρησα και για τις τρεις μοτοσικλέτες είναι το πόσο ήσυχες είναι οι εξατμίσεις τους, ακόμη και όταν βρίσκεσαι σε μικρή απόσταση από αυτές. Τα πράγματα είναι ελαφρώς διαφορετικά εν κινήσει, με το μοτέρ και το φιλτροκούτι να δημιουργούν συνδυαστικά μία σαφώς πιο «ψυχωμένη» ακουστική που φτιάχνει τη διάθεση του αναβάτη. Οι άνθρωποι της Moto Guzzi το επιβεβαίωσαν αυτό και στη συνέντευξη τύπου λέγοντας πως έχουν επενδύσει αρκετό χρόνο στην προσπάθεια βελτίωσης του ήχου και της αίσθησης που λαμβάνει ο αναβάτης.

V7 Racer: Αγώνας από το παρελθόν
To Racer, όπως είπαμε και νωρίτερα, αν και είναι σχεδόν ίδιο με τα άλλα δύο, αποτελεί αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Μαρσπιέ φτιαγμένα από billet αλουμίνιο και τραβηγμένα πιο πίσω, κλιπόν τοποθετημένα πάνω από την πλάκα του τιμονιού και εμφάνιση που κάνει τους μεγαλύτερους να σηκώνουν το χέρι και να το δείχνουν στα παιδιά και τα εγγόνια τους καθώς περνά από μπροστά τους. Αν δεν ήταν φτιαγμένο από το εργοστάσιο της Moto Guzzi θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η ιδιοκατασκευή κάποιου από τους πάμπολλους μερακλήδες οπαδούς της ιταλικής εταιρίας που περνάνε κάθε μέρα από το Mandello del Lario, με τις άριστα συντηρημένες μοτοσικλέτες στους, και κάνουν στάση στο εργοστάσιο της εταιρίας. Για να τραβήξουν μία αναμνηστική φωτογραφία ή να επισκεφτούν το μουσείο της. Η επιθετικότερη θέση οδήγησης και η racing εμφάνιση από άλλες εποχές είναι εκείνα που σε κάνουν να θέλεις να το πιέσεις περισσότερο από τα άλλα δύο, μόνο και μόνο για να διαπιστώσεις ότι μπορείς να πας περίπου το ίδιο γρήγορα. Η ανώτερη ποιότητα λειτουργίας των Bitubo, σε σχέση με τα στάνταρ αμορτισέρ, είναι δεδομένη, αλλά, πρώτον, θέλουν ψάξιμο για να αποδώσουν σωστά και δεύτερον δεν μπορείς να επέμβεις στο μαλακό πιρούνι. Σε αυξημένη πίεση δείχνει τη δυσαρέσκειά του και ο άξονας ο οποίος κάνει τον πίσω τροχό να αναπηδά στα απότομα κατεβάσματα. Ένα κλικ πιο κάτω, πάντως, όλα γίνονται με αρμονία και τo Racer θα στρίψει αρκετά γρήγορα και ευχάριστα, κάτι που ισχύει και για τα Stone και Special.

Διαφορές σε σχέση με τα Stone και Special
-Πλάκα που υποδηλώνει την περιορισμένη παραγωγή -Πλαίσιο, Ψαλίδι και κέντρα τροχών βαμμένα κόκκινα -Χρωμιωμένο ρεζερβουάρ -Δερμάτινη λωρίδα στη μέση του ρεζερβουάρ -Μονόσελο επενδυμένο με suede -Κοκκοβιός σέλας με nymber plate -Μάσκα εμπρός με number plate -Σπορ λασπωτήρας -Πλαϊνά καπάκια από βουρτσισμένο αλουμίνιο -Προστατευτικά -Προστατευτικά σώματος ψεκασμού -Στηρίγματα τελικού από διάτρητο αλουμίνο -Χρωμιωμένο προστατευτικό τιμονιού -Μεγαλύτερα και χρωμιωμένα προστατευτικά εξάτμισης -Προστατευτικά καλαμιού

Και με το μοτέρ;
Για το τέλος αφήσαμε το σχεδόν ριζικά ανανεωμένο μοτέρ, το οποίο παρουσιάζεται συνολικά καλύτερο από το προηγούμενο. Είναι πιο εύστροφο από την προηγούμενη γενιά και η παραπάνω δύναμη που παράγει κάνει αισθητή την παρουσία της σε όλη την κλίμακα λειτουργίας. Όπως και στο μοντέλο του 2008, έτσι και εδώ, η ροπή έρχεται σε μεγάλες δόσεις ήδη από τις χαμηλές στροφές με αποτέλεσμα οι αλλαγές ταχυτήτων να περιορίζονται στις απολύτως απαραίτητες. Η καλύτερη περιοχή του βρίσκεται μεταξύ 2.000 και 5.500 σ.α.λ. και σε αυτό το φάσμα, ακόμη και με 5η σχέση στο κιβώτιο, το τράβηγμα είναι δυνατό για τον χαρακτήρα της μοτοσικλέτας και επαρκεί για σβέλτες προσπεράσεις. Εξαιρετική είναι και η λειτουργία της τροφοδοσίας με την απόκριση στο γκάζι να είναι γλυκιά και άμεση και ανάλογη της περιστροφής του γκριπ. Πάνω από τις 5.500 σ.α.λ. ο εγκάρσια τοποθετημένος V2 παράγει κραδασμούς που γίνονται αισθητοί στα μαρσπιέ και συμβάλλουν παράλληλα στην ενίσχυση του κλασικού χαρακτήρα της μοτοσικλέτας. Τέλος, το κιβώτιο, παρά το νέο επιλογέα ταχυτήτων είναι λίγο ασαφές και έχει μακριές διαδρομές. Ωστόσο είναι μαλακό στη λειτουργία του και δεν θα προβληματίσει τον αναβάτη σε φυσιολογικούς ρυθμούς.

Εργοστασιακά αξεσουάρ Racer
-Κεντρικό σταντ -Top bag - Χρωμιωμένη σχάρα -Πρόσθετα ρεζερβουάρ για τα γόνατα -Εξάτμιση Arrow -Διπλή σέλα (Racer) -Κοκκούλα

Επιπλέον για τα Stone/Special
Σέλα gel Χαμηλή σέλα gel Μαλακές βαλίτες Ημίσκληρες βαλίτσες Σκληρές βαλίτσες Μασκούλα Ζελατίνα touring Κοκκοβιός Ρυθμιζόμενα μαρσπιέ Αλουμινένια πλαϊνά καπάκια Προστατευτικά πολλαπλής εισαγωγής Αλουμινένια στηρίγματα εξάτμισης Χρωμιωμένα σήματα για το ρεζερβουάρ

Συμπέρασμα: Παρελθόν, παρόν και πολύ μέλλον
Η νέα σειρά V7 εμφανίζεται απόλυτα προσαρμοσμένη στις ανάγκες του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Μαζεμένα σε διαστάσεις, εύχρηστα και φιλικά τα Stone, Special και Racer μπορούν να σας πάνε παντού εύκολα και ταυτόχρονα με απαράμιλλο στιλ που δεν συναντά κανείς συχνά στους δύο τροχούς. Όλες οι εκδόσεις μένουν πιστές στο ένδοξο σχεδιαστικό παρελθόν της εταιρίας, ο οποίος είναι άλλωστε ένας από τους κύριους λόγους της επιτυχίας της νέας γενιάς. Οι άλλοι είναι φυσικά η υψηλή ποιότητα κατασκευής και ο απόλυτα φιλικός τους χαρακτήρας που τα κάνει ιδανικά commuters για αναβάτες οποιασδήποτε εμπειρίας. Η πλούσια γκάμα των αξεσουάρ, που επιτρέπει την εξατομίκευσή τους, το ανανεωμένο και ισχυρότερο μοτέρ και οι μικρές αλλαγές στα σημεία έρχονται να ολοκληρώσουν τον χαρακτήρα τους και να τα κάνουν ακόμη πιο αξιόλογες προτάσεις. Αυτές οι αλλαγές όμως έρχονται να εγγυηθούν πως η επιτυχημένη μέχρι τώρα πορεία τους θα συνεχιστεί και στο μέλλον.

 

MOTO GUZZI - ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ: ΝΕΕΣ ΤΙΜΕΣ - ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ