Η άνεση στα superbikes έχει διαφορετικό νόημα από ότι στις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες, καθώς το πρώτο μέλημα τους δεν είναι τα ταξίδια, αλλά η σωστή εργονομία για γρήγορη οδήγηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα δύο μοντέλα δεν έχουν διαφορές σε αυτόν τον τομέα. Η RSV4 έχει την πιο ακραία θέση οδήγησης σε σχέση με τον ανταγωνισμό και τοποθετεί τον αναβάτη πάνω στην μοτοσυκλέτα διαθέτοντας σκληρή αλλά ευρύχωρη σέλα που επιτρέπει να μετακινείς το σώμα σου ανάλογα το στιλ οδήγησής σου. Τα κλιπ ον βρίσκονται χαμηλά και τα μαρσπιε ψηλά όπως σε ένα καθαρόαιμο αγωνιστικό, μαρτυρώντας από νωρίς τις προθέσεις της που είναι ξεκάθαρα η οδήγηση στην πίστα.
Η Panigale δεν ακολουθεί την ίδια τακτική και αποδεικνύει ότι μια superbike μπορεί να είναι και άνετη. Τα κλιπ ον είναι πιο ανοικτά και η σέλα αρκετά μαλακή, ενώ κάθεσαι πιο μέσα στην μοτοσυκλέτα, κάτι που δεν σε ξενίζει ακόμα και αν προέρχεσαι από διαφορετική κατηγορία. Παρά τις μαζεμένες διαστάσεις είναι ευρύχωρη, ενώ η μελετημένη σχεδίαση των φέρινγκ και της ζελατίνας σε προστατεύει από τον αέρα όταν οι ταχύτητες ξεπερνούν τα 300χλμ/ώρα. Ο συνεπιβάτης και στις δύο περιπτώσεις δεν είναι ευπρόσδεκτος, αφού η σέλα που του αντιστοιχεί λάμπει δια της απουσίας της... Επικεντρωμένες λοιπόν 100% στον αναβάτη, οι δύο μοτοσυκλέτες αναλαμβάνουν να του χαρίσουν κάθε πληροφορία που μπορεί να χρειαστεί μέσα από μια έγχρωμη TFT οθόνη. Λίγο μεγαλύτερη σε διαστάσεις και πιο ευανάγνωστη είναι αυτή της Ducati, καθώς τα μεγαλύτερα ψηφία της διαβάζονται πιο εύκολα όταν παλεύεις με τα χρονόμετρα. Και αφού αναφέραμε τα χρονόμετρα, αξίζει να σημειωθεί ότι εμφανίζονται μεταξύ άλλων στην οθόνη των δύο μοτοσυκλετών. Προαιρετικά οι αντίστοιχες πλατφόρμες της κάθε εταιρίας προσφέρουν ανάλυση δεδομένων τηλεμετρίας, κάτι που πριν μερικά χρόνια ήταν προνόμιο μόνο αγωνιστικών ομάδων.