Η απλότητα των δίχρονων κινητήρων είναι φανερή και στα περιφερειακά τους συστήματα, όπως αυτό της λίπανσης, αν μπορούμε να μιλήσουμε για «σύστημα» σε αυτή την περίπτωση.
Στο δίχρονο κινητήρα δε μπορούμε στην πραγματικότητα να μιλήσουμε για κάποιο ξεχωριστό «σύστημα», σε αντίθεση με τον τετράχρονο που χρησιμοποιεί για τη λίπανσή του ένα αρκετά πολύπλοκο κύκλωμα.
Η ιδέα σε αυτή την περίπτωση είναι αρκετά απλή, όπως συμβαίνει με όλες τις μεγαλοφυείς ιδέες. Αρκεί να ακολουθήσουμε τη ροή του καυσίμου μείγματος από το καρμπιρατέρ μέχρι την εξάτμιση: σε ένα δίχρονο κινητήρα, η υποπίεση που δημιουργεί στο στροφαλοθάλαμο η κίνηση του εμβόλου προς τα πάνω, τραβάει το καύσιμο μείγμα από το καρμπιρατέρ και γεμίζει με αυτό τον ίδιο το στροφαλοθάλαμο. Εκεί, αναπόφευκτα έρχεται σε επαφή με τα εξαρτήματα που βρίσκονται σε αυτό το χώρο, δηλαδή το στροφαλοφόρο, τα έδρανά του, την μπιέλα, το κάτω μέρος του εμβόλου, τον πίρο της μπιέλας, αλλά και το κάτω τμήμα του κυλίνδρου, αφού το έμβολο βρίσκεται ψηλά ακόμη.
Στη συνέχεια, η κίνηση του εμβόλου προς τα κάτω σπρώχνει το μείγμα και γεμίζει το θάλαμο καύσης. Εκεί έρχεται σε επαφή με το υπόλοιπο μέρος του κυλίνδρου, αφού το έμβολο τώρα βρίσκεται κάτω.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το καύσιμο μείγμα κατά την κίνησή του έρχεται σε επαφή με όλα τα ζωτικά μέρη του κινητήρα που απαιτούν λίπανση. Εάν, λοιπόν, προσθέσουμε σε αυτό λάδι, δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να τα λιπάνει!
Και πράγματι αυτό γίνεται. Μια αντλία λαδιού παίρνει κίνηση από το στροφαλοφόρο και στέλνει λάδι στην εισαγωγή, όπου και αναμειγνύεται με το καύσιμο μείγμα. Η παροχή της αντλίας ελέγχεται από το γκάζι, αφού μια δεύτερη ντίζα γκαζιού έρχεται στην αντλία. Έτσι, η παροχή του λαδιού είναι πάντα ανάλογη με τη ροή του μείγματος, οπότε η αναλογία λαδιού-βενζίνης παραμένει σταθερή, ανεξάρτητα από το άνοιγμα του γκαζιού. Αυτή η αναλογία κυμαίνεται στο 2%-3% κατ’ όγκο για το λάδι.
Σε παλαιότερα μοντέλα, αλλά και σε σύγχρονα αγωνιστικά δεν υπάρχει αντλία λαδιού. Η μείξη γίνεται με το χέρι στο ρεζερβουάρ (ή πριν), φροντίζοντας με ειδικούς ογκομετρητές να επιτευχθεί η επιθυμητή αναλογία λαδιού-βενζίνης (2%-3% συνήθως).
Η ανυπαρξία ξεχωριστού κυκλώματος λίπανσης στους δίχρονους κινητήρες αποκλείει τη χρήση κουζινέτων στα έδρανα. Η έδρασή του στροφαλοφόρου και της μπιέλας σε αυτόν γίνεται αποκλειστικά με ρουλεμάν που έχουν μικρές ανάγκες λίπανσης. Το άνω άκρο της μπιέλας έχει εκ φύσεως μικρές ανάγκες λίπανσης. Άλλωστε, και στους τετράχρονους κινητήρες δεν υπάρχει ειδική μέριμνα για τη λίπανση αυτού του σημείου. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, μπορεί να υπάρχει κι εδώ κάποιο ρουλεμάν.
Εννοείται ότι δεν υπάρχει ελατήριο λαδιού στο έμβολο. Η ύπαρξη μείγματος βενζίνης-λαδιού και στις δύο πλευρές του εμβόλου κάνει την ύπαρξή του περιττή.
Αυτό, όμως, που δεν μπορεί να λιπανθεί από το λάδι που είναι αναμεμειγμένο με το καύσιμο μείγμα είναι το κιβώτιο ταχυτήτων. Η επιφανειακή πίεση ανάμεσα στα δόντια των γραναζιών είναι μεγάλη και απαιτεί ικανή ποσότητα λιπαντικού. Έτσι, στο κάρτερ υπάρχει ξεχωριστή ποσότητα λαδιού, με αποκλειστικό σκοπό τη λίπανση του κιβωτίου. Τα γρανάζια, κατά την κίνησή τους, παρασέρνουν το λάδι και το εκτοξεύουν στο γύρω χώρο, δημιουργώντας σε όλα τα σημεία του κιβωτίου ένα φιλμ λιπαντικού, το οποίο με την κίνηση του κινητήρα ανανεώνεται, ακριβώς με τον τρόπο που γίνεται και στους τετράχρονους κινητήρες.