Εντελώς διαφορετικός τρόπος απόδοσης από τους δύο κινητήρες. Γεμάτος και ζωηρός στις χαμηλές και μεσαίες στροφές αυτός του Honda, ενώ το Kawasaki ξεδιπλώνει τη δύναμή του στο υψηλό φάσμα λειτουργίας.
Αυτό είναι και το σημείο όπου οι δύο μοτοσικλέτες διαφοροποιούνται πλήρως ως προς τα χαρακτηριστικά τους. Η λειτουργία και των δύο μοτέρ είναι εξαιρετικά πολιτισμένη, αφού δε μεταφέρουν κραδασμούς στον αναβάτη, είναι ήσυχοι και καταναλώνουν πολύ λογικές ποσότητες καυσίμου. Ωστόσο, όπως θα περίμενε κανείς κοιτάζοντας και τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά διαφέρουν αισθητά στον τρόπο που αποδίδουν. Ξεκινώντας από την πρόταση της Honda, ως την πιο φρέσκια, πρέπει να πούμε ότι μας εξέπληξε. Το μονοκύλινδρο μοτέρ με το όριο περιστροφής κοντά στις 11.000 σ.α.λ. είναι αρκετά εύστροφο για τον χαρακτήρα της μοτοσικλέτας και γεμίζει με σθένος τις τρεις πρώτες ταχύτητες του πολύ μαλακού και εύχρηστου κιβωτίου.
Είναι σχεδιασμένος από λευκό χαρτί και απόλυτα σύγχρονος και αυτό φαίνεται τόσο από τους εκκεντροφόρους επικεφαλής, όσο και από τον άριστο σε λειτουργία ηλεκτρονικό ψεκασμό της Honda. Στη χαμηλή και μεσαία μπάντα του στροφόμετρου, δηλαδή εκεί που θα τον χρησιμοποιήσετε περισσότερο είναι αρκετά ζωηρός, ενώ από εκεί και πάνω και μέχρι να επέμβει ο κόφτης κορυφώνει γραμμικά τη δύναμή του χωρίς να παρουσιάζεται πτώση. Για καθημερινή κίνηση πραγματικά δεν θα μπορούσε να ζητήσει κανείς τίποτα παραπάνω. O εν σειρά δικύλινδρος κινητήρας του μικρού Kawasaki αποτελεί συνολικά, μία διαφορετική πρόταση. Οι ρίζες του βρίσκονται στη 10ετία του 80´ και τα πρώτα GPZ-250 που προορίζονταν για την ιαπωνική αγορά. Με μικρές αλλά σημαντικές αλλαγές, όπως την προσθήκη του ηλεκτρονικού ψεκασμού, κατάφερε να παραμείνει στη ζωή μέχρι σήμερα και οι λόγοι για αυτό δεν είναι και λίγοι. Η απόδοσή του είναι απόλυτα γραμμική και δεν θα φοβίσει ούτε και τον πιο αρχάριο αναβάτη. Στο χαμηλό φάσμα του στροφόμετρου εμφανίζεται πειθήνιος.