Το δεύτερο σημείο που χαρακτηρίζει μια Honda είναι η ικανότητά της, με το που ανεβαίνεις στη σέλα της, να αισθάνεσαι ότι την ξέρεις κι ότι την οδηγείς χρόνια. Το αίσθημα αυτό είναι τόσο δυνατό που προβληματίζεσαι γιατί πρέπει να ρυθμίσεις τους καθρέφτες, επειδή ―τάχα μου― οδήγησε κάποιος άλλος στη μηχανή σου. Από εκεί και πέρα, σε όποιο διακόπτη κι αν έπεσε το χέρι μας συναντήσαμε θετικότατη ανάδραση και πολύ καλή υφή. Συνεχίζουν και εδώ οι εργονομικές «ατασθαλείες» της Honda, όπως η αντίστροφη τοποθέτηση διακοπτών κόρνας και φλας και τα κουμπιά χειρισμού της οθόνης στο άνω αριστερό σημείο της και όχι στο αριστερό γκριπ, τις οποίες έχουμε μάθει πια να σεβόμαστε. Δοκιμάζοντας αν το τιμόνι κλειδώνει και από τα δεξιά (σ.σ. δεν κλειδώνει), εκπλαγήκαμε με το πόσο κόβει. Η σέλα είναι μικρή στο μάτι και η πρώτη σκέψη είναι πως δεν θα περάσουμε καλά, αλλά το αφρώδες της είναι επαρκέστατο για την άνεσή μας (μιάμιση ώρα οδήγησης χωρίς στάση) και η υφή της ιδανική για να μη γλιστράμε πάνω της, ενώ όσο και να ψάξουμε δεν θα βρούμε πιο ουδέτερη στάση από αυτήν. Αυτό συνεχίζεται και στο εργονομικό τρίγωνο, για το οποίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι τόσο άνετο λες και κάθεσαι στην αγαπημένη σου πολυθρόνα και τόσο ουδέτερο που έχεις την εντύπωση ότι θα μπορούσες να παραμείνεις ακίνητος για πολλές ώρες χωρίς κούραση. Ο συνεπιβάτης κάθεται σε μικρότερο κομμάτι, αλλά είναι επίσης αρκετά άνετα. Οι χειρολαβές για να κρατιέται είναι «ύπουλα» τοποθετημένες κάτω από τη σέλα, οπότε χρειάζεται ή μακρύτερα χέρια ή να πιάνεται από τον αναβάτη (που είναι και το βέλτιστο) για την ασφάλειά του. Έτσι, με μερικές μικρές παραχωρήσεις, το δεύτερο άτομο είναι καλοδεχούμενο στην καθημερινότητα του ιδιοκτήτη της GB350S.