Με το που πατάς τη μίζα και νοιώθεις αυτό το πρώτο πέρα δώθε των πιστονιών μέσα στους κυλίνδρους καταλαβαίνεις αμέσως ότι έχεις στα χέρια σου κάτι διαφορετικό, τόσο ηχητικά όσο και οδηγικά. Πραγματικά θα σταθούμε στον ήχο που βγάζει το τελικό της εξάτμισης σε συνδυασμό με τον V κινητήρα που σε κάνει να μη θες να κατέβεις από τη σέλα.
Μέσα στην πόλη, το ψηλά τοποθετημένο τιμόνι και το μεγάλο κόψιμο θα σου επιτρέψουν να μην κολλήσεις πουθενά με το V 85 TT Strada, ενώ το μόνο αρνητικό που θα παρατηρήσεις είναι η ζέστη που βγάζει ο κινητήρας όταν είσαι σταματημένος ή όταν κινείσαι αργά σε πυκνή κίνηση και το κιβώτιο που είναι σχετικά σκληρό (βέβαια σε κατόχους παλαιότερων Moto Guzzi θα φανεί «πούπουλο», κάτι που δείχνει και τα τεράστια βήματα που έχει κάνει η εταιρεία σε αυτόν τον τομέα). Η ροπή σε συνοδεύει παντού και ακόμα και με μια ψηλότερη σχέση επιλεγμένη στο κιβώτιο όταν ανοίγεις το γκάζι ο V2 κινητήρας ανταποκρίνεται πρόθυμα, ειδικά στην χαρτογράφηση Sport. Oι κραδασμοί είναι σε μεγάλο βαθμό απόντες και μόνο όταν αρχίσεις να ανεβάζεις χιλιόμετρα θα ξεκινήσεις να νοιώθεις κάποιες λίγες δονήσεις στα μαρσπιέ, αλλά σε καμία περίπτωση αυτές δεν θα φτάσουν σε ενοχλητικό βαθμό. Βγαίνοντας από την πόλη, το V 85 TT Strada βρίσκεται στο στοιχείο του, είτε κινείσαι σε εθνικές οδούς – όπου η άνεση της εργονομίας του σε συνδυασμό με το Cruise Control δημιουργούν μια πολύ ξεκούραστη εμπειρία ταξιδιού – είτε κινείσαι σε ορεινά στροφιλίκια. Εκεί το V 85 TT δεν είναι «φονέας γιγάντων» (ούτε άλλωστε διαφημίζεται ως τέτοιο), αλλά θα μπει πρόθυμα σε κάθε στροφή και μόνο στις πολύ έντονες αλλαγές κατευθύνσεων θα αρχίσεις να παρατηρείς την αργή γεωμετρία του – πιο πολύ όμως σαν «φιλολογική παρατήρηση» παρά ως πρόβλημα. Aλλωστε περισσότερο σε αυτού του είδους τις μοτοσυκλέτες σε ενδιαφέρει η αυξημένη σταθερότητα που προσδίδει το μακρύ ψαλίδι και που κάνει το Strada να καταπίνει αδιαμαρτύρητα τα χιλιόμετρα, με το μεγάλο ντεπόζιτο των 23 λίτρων και την «συγκρατημένη» μέση κατανάλωση να αραιώνει τις στάσεις ανεφοδιασμού. Κινούμενος με κανονικούς ρυθμούς θα χρειαστεί να συμπληρώσεις 400 χιλιόμετρα πριν τον πρώτο ανεφοδιασμό, ενώ με σταθερή ταχύτητα γύρω στα 120 χλμ./ώρα, μπορείς να πλησιάσεις τα 550 χιλιόμετρα αυτονομίας! Ευτυχώς η άνεση που σου προσδίδει η σέλα και το γενικότερο στήσιμο δεν θα σε αναγκάσουν σε ενδιάμεσες στάσεις, πέραν των αναγκών σου για καφεΐνη και νικοτίνη (κανείς δεν είναι τέλειος). Οι αναρτήσεις λειτουργούν σε πολύ καλό επίπεδο, ξεπερνώντας τις λακούβες και τις ανωμαλίες, ενώ η δυνατότητα ρυθμίσεων σου επιτρέπει να τις εξατομικεύσεις κατά περίπτωση, ανάλογα αν ταξιδεύεις μόνος, δικάβαλος ή φορτωμένος. Από την πλευρά τους τα φρένα επιτελούν επαρκέστατα τον σκοπό τους και είναι από τα πιο δυνατά της κατηγορίας – βάση των μετρήσεών μας – ενώ έχουν και το ωραίο αρχικό δάγκωμα που οι περισσότεροι αναβάτες επιζητούν.