Πατώντας στην εξαιρετική βάση του Duke R, το GT αποτελεί το τουριστικό alter ego του γυμνού τέρατος, προσφέροντας περισσότερα στο πεδίο της μικτής χρήσης. Εξίσου ικανό σε ανοιχτό δρόμο και επαρχιακό δίκτυο με χαλαρή διάθεση ή fun-to-drive διαστήματα, αποσαφηνίζει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τον όρο Grand Touring. Παρά το 23αρι ρεζερβουάρ το νιώθεις μαζεμένο κάτι που ισχύει και στην πράξη όταν τύχει να βρεθείς σε αστικό κομφούζιο ανάμεσα σε μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα, βεβηλώνοντας μονομιάς τα όνειρα μιας παρέας Αυστριακών μηχανικών που ξενυχτούσε μελετώντας για ώρες τον τρόπο να κατασκευάσει τον πιο γρήγορο δικύλινδρο παραγωγής. Σε συνθήκες ταξιδιού, γρήγορα ανακαλύπτεις ότι φέρει δικαίως το αρκτικόλεξο GT στην ονομασία του. Οι εργονομικές αλλαγές κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση με πιο άνετη σέλα, πιο όρθια θέση οδήγησης και πιο ξεκούραστες γωνίες στα άκρα. Ο ανεμοθώρακας κάνει πιο εύκολη την συμβίωση με τα στοιχεία τη φύσης και η δυνατότητα φόρτωσης στοιχειοθετεί μια μοτοσυκλέτα έτοιμη να καλύψει μεγάλες αποστάσεις με ένα ή δύο άτομα στη σέλα της. Οι μεγάλες ευθείς καλύπτονται είτε με χαλαρό ρυθμό και το cruise ενεργοποιημένο, είτε με ανοιχτό γκάζι στρεβλώνοντας τον χωροχρόνο και εξανεμίζοντας τις αποστάσεις με την τελική να ξεπερνάει τα 280χλμ./ώρα και το GT ακλόνητο σε κάθε περίπτωση. Μέχρι εδώ είμαστε σύμφωνοι, όμως το GT είναι κατά βάση και ουσία Duke με ότι αυτό συνεπάγεται για τις δυνατότητες του. Ο εκπληκτικός σε λειτουργία και δύναμη δικύλινδρος LC8 «ξερνάει» τόνους ροπής σε κάθε άνοιγμα του γκαζιού. Brutal, μυώδης που όσο επιμένεις μαζί του τόσο αφηνιάζει. Η αίσθηση μοναχικότητας του πίσω τροχού είναι διαθέσιμη σε κάθε στρέψη του δεξιού καρπού και με κάθε σχέση, αφού ο μπροστινός φλερτάρει συνεχώς με τα ουράνια εφόσον το επιδιώξεις.
Το GT αναπτύσσει ταχύτητες αυτοφώρου εν ριπή οφθαλμού με τα πρώτα 100 να έρχονται σε 3,4, ενώ σε κάτι λιγότερο από 10 δεύτερα έχει φτάσει τα 200χλμ./ώρα. Αποκαλυπτικές είναι και οι ρεπρίζ με το GT να χρειάζεται 3,63 για το 60-120 με 4η και μόλις 4,27 για να επιταχύνει από τα 60 στα 160. Σημασία βέβαια δεν έχει μόνο η δύναμη αλλά και η διαχείριση της, με το GΤ να τα καταφέρνει περίφημα και σε αυτό τον τομέα. Η σωστά ρυθμισμένη απόκριση του γκαζιού δίνει στον αναβάτη τον απόλυτο έλεγχο της παρεχόμενης ισχύς-που δεν είναι και λίγη- την ώρα που η σουίτα των ηλεκτρονικών επιτρέπει την προσαρμογή της οδηγικής εμπειρίας στις εκάστοτε συνθήκες και παρέχει μεγαλύτερο περιθώριο ασφαλείας. Πεδίον δόξης λαμπρόν, οι φιδίσιες διαδρομές στο επαρχιακό δίκτυο. Το σχεδόν μηδενικό φρένο κινητήρα σου επιτρέπει να οδηγείς με ροή, με το GT να ακολουθεί κάθε σου προσταγή ακόμα και σε σφιχτή διαδρομή. Ακόμα και αν ανοίξεις βίαια το γκάζι στην έξοδο δεν θα ιδρώσει, προσφέροντας απλόχερα πρόσφυση. Στροφή-γκάζι-στροφή είναι μια διαδικασία που λατρεύεις να επαναλαμβάνεις, καθώς το πλαίσιο βράχος σε αφήνει να ανακαλύψεις τα όρια σου και όχι τα δικά του. Τα φρένα της Brembo απλώνουν δίχτυ ασφαλείας όπως αποδεικνύει και η μέτρηση 100-0 στα 43 μέτρα, με συνέπεια στη δύναμη και καλή αίσθηση στη μανέτα. Οι ημινεργητικές αναρτήσεις έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην σπορ συμπεριφορά του συνόλου. Στη λειτουργία Comfort και Street, ίσως είναι περισσότερο ενδοτικές από το επιθυμητό για γρήγορη οδήγηση, αλλά στη λειτουργία Sport το GT είναι πιο πειθαρχημένο και σε προκαλεί να βουτήξεις στην επόμενη στροφή. Το μοναδικό σημείο που χαλάει ελαφρώς τη διασκέδαση είναι η απουσία quickshifter στην εργοστασιακή έκδοση- είναι και το σφιχτό κιβώτιο που στο θυμίζει σχετικά συχνά-.