Κάτοχος δεκάδων παγκοσμίων ρεκόρ ταχύτητας και πολυπρωταθλήτρια στα Moto GP. Εκατομμύρια κινητήρες της πωλήθηκαν σε όλη την Ευρώπη τις δεκαετίες 50 και 60 και το όνομά της έχει συνδεθεί άρρηκτα και στη χώρα μας με τα κοντά παντελονάκια των πιτσιρικάδων των 70s και 80s.
Η Garelli δεν είναι μια τυχαία εταιρεία και αυτό μαρτυρούν τα περισσότερα από 80 χρόνια ιστορίας της. Οι διακρίσεις της στους αγώνες, όποτε αυτή ενεπλάκη, σημαντικές. Οι πωλήσεις της, ειδικά με το θρυλικό πλέον κινητήρα «Mosquito», τεράστιες, αν μάλιστα σκεφτούμε την εποχή αλλά και τον ανταγωνισμό που είχε απέναντί της. Αυτό που διακρίνει την ιταλική εταιρεία είναι η προσαρμοστικότητά της στις εκάστοτε συνθήκες. Από τις αγωνιστικές δάφνες των πρώτων δεκαετιών της ζωής της και το ιστορικό πλέον «350» μοτέρ, στη δυνατότητα προσφοράς ανέξοδης μετακίνησης στο κοινό της Ευρώπης και ξανά στην επιστροφή στους αγώνες και τα πρωταθλήματα λίγο πριν έρθει το άδοξο τέλος της. Ας πάμε να γνωρίσουμε από κοντά κάποιες από τις σημαντικότερες στιγμές από την ιστορία αυτής της μοναδικής εταιρείας.
Garelli: η αρχή του sdoppiato
Σε ηλικία μόλις 22 ετών, ο Adalberto Garelli, ο ιδρυτής της ομώνυμης εταιρείας, λαμβάνει το πτυχίο του στη μηχανολογία και ξεκινά την επαγγελματική του ενασχόληση με το σχεδιασμό ενός δίχρονου κινητήρα για λογαριασμό της Fiat. Ωστόσο, οι δεσμοί του με την ιταλική εταιρεία δεν έμελλε να κρατήσουν για πολύ, αφού η τελευταία, το 1911, χάνει το ενδιαφέρον της για τα μοτέρ αυτού του τύπου. Όχι όμως και ο Ιταλός μηχανικός, με αποτέλεσμα το 1912 να κατασκευάσει και να πατεντάρει ένα πρωτοποριακό για την εποχή δίχρονο μονοκύλινδρο μοτέρ με διαιρούμενο κύλινδρο (δύο πιστόνια στον ίδιο κύλινδρο), το γνωστό και ως split single ή sdoppiato. Ένα χρόνο αργότερα, το 1913, ο Adalberto ιδρύει τη δική του ομώνυμη εταιρεία και ένας νέος ιταλικός μύθος γεννιέται.
Αυτός ο κινητήρας, ο οποίος αργότερα ενέπνευσε με το σχεδιασμό του άλλους μεγάλους κατασκευαστές της εποχής, όπως την Puch και την DKW, τοποθετείται και στην πρώτη μοτοσικλέτα που δημιουργεί ο Ιταλός μηχανικός, το «350», η οποία χρησιμοποιήθηκε τόσο για πολιτική όσο και για αγωνιστική χρήση. Από το 1914 έως το 1918, ο Adalberto εργάζεται επίσης και για λογαριασμό άλλων κατασκευαστών δικύκλων, κερδίζοντας παράλληλα και ένα διαγωνισμό που είχε προκηρύξει ο ιταλικός στρατός για το σχεδιασμό μιας μοτοσικλέτας για στρατιωτική χρήση, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον κινητήρα που είχε σχεδιάσει ο ίδιος.
Μετά το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου, ο «ιντζινιέρε» ξεκινά την κατασκευή μοτοσικλετών στο δικό του εργοστάσιο, με το Garelli 350 να παραμένει στην παραγωγή σε διάφορες εκδόσεις μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 30.
Ήδη το 1922, η εταιρεία αποτελεί ένα από τα μεγάλα ιταλικά ονόματα στο χώρο της μοτοσικλέτας, με τεράστιες εργοστασιακές εγκαταστάσεις και υψηλούς ρυθμούς παραγωγής: η μοτοσικλέτα τουρισμού «Normale» και το «Raid Nord Sud» αποτελούν τα δύο μοντέλα παραγωγής της περιόδου αυτής.
Σταδιακά, όμως, το ενδιαφέρον του «ιντζινιέρε» για τις μοτοσικλέτες αρχίζει να μειώνεται, με αποτέλεσμα το 1934 να είναι η τελευταία χρονιά που το «350» βλέπει το φως της παραγωγής και το 1939 να ξεκινά για την Garelli μία άλλη σελίδα, αυτή της κατασκευής αεροπορικών τουρμπίνων.
«Μαζική» επιστροφή
Το διάλειμμα από τις μοτοσικλέτες, όμως, δεν κράτησε για πολύ, αφού με τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου γράφεται μία νέα σελίδα για την ιστορία της ιταλικής εταιρείας, αλλά και της μοτοσικλέτας. Η Garelli, κινούμενη στον πνεύμα των καιρών, όπου η ζήτηση για ένα πολύ φτηνό μεταφορικό μέσο βρίσκεται στα ύψη, κατασκευάζει το 1946 ένα βοηθητικό κινητήρα, ο οποίος μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιονδήποτε σκελετό ποδηλάτου της εποχής και λειτουργεί αυτόνομα ή και παράλληλα με τα πετάλια. Αυτή είναι και η στιγμή της γέννησης του θρυλικού «Μosquito», στην πρώτη του μορφή (Model 38A), με χωρητικότητα 38,9 κ.εκ. Η επιτυχία του είναι τεράστια, καθώς περισσότεροι από δύο εκατομμύρια κινητήρες πωλήθηκαν πανευρωπαϊκά, με την παραγωγή να μεταφέρεται σε Γαλλία και Μ. Βρετανία.
Το θρυλικό «Κουνούπι»
Το 1953, η Garelli περνά στην παραγωγή την εξέλιξη του «Μosquito» (Model 38Β), ο οποίος πλέον έφτανε τα 49 κ.εκ., ενώ δύο χρόνια αργότερα προστίθεται σε αυτόν μία πρωτοποριακή ευρεσιτεχνία: μία αυτόματη μετάδοση με το όνομα centrimatic. Έτσι, βγαίνει στο φως το «Velomosquito 511», το μοντέλο ορόσημο για τη γέννηση όλων των μελλοντικών δικύκλων της εταιρείας.
Το 1961, η ιταλική εταιρία αποκτάται από την οικογένεια Agrati, η οποία παρήγαγε τα δικά της scooter, και μετονομάζεται αρχικά σε Agrati-Garelli, αν και τα μετέπειτα χρόνια το ιστορικό όνομα της Garelli είναι αυτό που επικρατεί.
Το 1981, ο Garelli με τον Agrati ανασκευάζουν και επεκτείνουν τις εργοστασιακές εγκαταστάσεις, εισάγοντας προηγμένα τεχνικά συστήματα. Την ίδια χρονιά, είναι οι πρώτοι που παρουσιάζουν την ηλεκτρική εκκίνηση. Ένα χρόνο μετά, το 1982, εισάγουν τη χωριστή λίπανση και στο τέλος του 1983, το σύστημα υγρόψυξης σε αρκετά μοντέλα.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1980, η Agrati-Garelli παράγει 130.000 μοτοσικλέτες ετησίως, διαθέτοντας 1.500 σημεία πώλησης, με 13 υποκαταστήματα στην Ιταλία και θυγατρικές σε ΗΠΑ, Αγγλία, Ιρλανδία, Γαλλία και Γερμανία. Ταυτόχρονα, σημαντικές εγκαταστάσεις για την κατασκευή μοτοποδηλάτων Garelli λειτουργούν σε Αργεντινή, Ινδία, Ταϊβάν, Βραζιλία και Ουρουγουάη.
Στα τέλη της δεκαετίας αρχίζει να εμφανίζεται μια σημαντική πτώση στον τομέα των πωλήσεων και η εταιρεία αναθέτει την εξωτερική διαχείριση σε πρόσωπα εκτός της οικογένειας Αgrati, με συνέπεια την περαιτέρω οικονομική επιδείνωσή της. Το 1988 ιδρύεται η Garelli spa, η οποία όμως κλείνει το 1991, παρά τις αρκετές προσπάθειες που καταβλήθηκαν για ένα αίσιο αποτέλεσμα.
15 χρόνια μετά, το 2008, η Garelli επιστρέφει δυναμικά στην αγορά των δύο τροχών. Σήμερα, με το όνομα Nuova Garelli, αποτελεί μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη εταιρεία με τεχνική υποδομή και ποιοτικό έλεγχο παραγωγής, χάρη σε μια ομάδα από managers υψηλού επιπέδου, με μεγάλη εμπειρία στο χώρο της μοτοσικλέτας.
Με σύγχρονο, πρωτοποριακό πνεύμα και απόλυτα εξειδικευμένη τεχνογνωσία, παρουσιάζει μια εντελώς νέα οικογένεια scooters, τα οποία μοιάζουν ικανά να καλύψουν τις ανάγκες του σημερινού δίτροχου κοινού, όπως ακριβώς και στο παρελθόν.
Όλα τα μοντέλα, από τις σειρές XΌ 50 - XΌ 150 μέχρι και το πιο σπορτίφ GSP50, είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα με γνώμονα την άνεση και την πρακτικότητα που απαιτούνται για γρήγορη μετακίνηση στους δρόμους των μεγαλουπόλεων.
Αγωνιστική εμπλοκή: γεμάτη επιτυχίες από την αρχή
Πολλοί διάσημοι Ιταλοί αγωνιζόμενοι ξεκίνησαν την καριέρα τους πάνω σε μία μοτοσικλέτα του Garelli, μεταξύ των οποίων και ο θρύλος των δύο και τεσσάρων τροχών Tazio Nuvolari.
Το 1919, θέλοντας να επιδείξει την αξιοπιστία και την ταχύτητα των μοτοσικλετών του, ο Garelli κατασκευάζει μία μοτοσικλέτα 350 κ.εκ., η οποία στα χέρια του αναβάτη Ettore Girardi καλύπτει την απόσταση των 840 χλμ. μεταξύ Μιλάνου και Νάπολης με μέση ωριαία ταχύτητα 38,29 χλμ./ώρα, πραγματοποιώντας νέο σχετικό ρεκόρ.
Το 1922 και το 1923 είναι δύο πολύ καλές χρονιές για την αγωνιστική πορεία της ιταλικής εταιρείας, που σημαδεύονται από συνεχείς νίκες. Στο Grand Prix του Στρασβούργου, η Garelli κερδίζει τις τρεις πρώτες θέσεις στα 350 κ.εκ., ενώ και το 1923 καταφέρνει να κατακτήσει μια αξιόλογη θέση στο ιταλικό πρωτάθλημα, ξανά στην κατηγορία των 350 κ.εκ.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1924, η Garelli αποσύρεται επίσημα από τους αγώνες, με την αγωνιστική της εμπλοκή όμως να συνεχίζεται μέσω ιδιωτικών συμμετοχών. Μάλιστα, η επιτυχία είναι τέτοια που το όνομα της ιταλικής εταιρείας συνεχίζει να γράφεται με χρυσά γράμματα στην ιστορία των αγώνων. Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι αγωνιζόμενοι που συμμετείχαν ως ιδιώτες με μοτοσικλέτες της Garelli μέχρι και το 1926, κατάφεραν να πετύχουν 138 παγκόσμια ρεκόρ στην πίστα της Μonza!
Τη δεκαετία του 80, η ιταλική εταιρεία επιστρέφει επίσημα στους αγώνες και κάνει το όνομά της ξανά αισθητό στο παγκόσμιο μοτοσικλετιστικό στερέωμα με τις επιτυχίες της στην κορυφαία μορφή αγώνων, τα GP. Από το 1982 μέχρι και το 1987, την τελευταία χρονιά αγωνιστικής εμπλοκής της εταιρείας, η Garelli καταφέρνει να συγκεντρώσει 11 παγκόσμιους τίτλους, εκ των οποίων 5 στο πρωτάθλημα των Κατασκευαστών και 6 σε αυτό των Οδηγών στις κατηγορίες των 50 και 125 κ.εκ. Εντυπωσιακή είναι και η συγκομιδή νικών, αφού στα χέρια των μεγάλων Fausto Gresini, Angel Nieto και Luca Cadalora, οι μοτοσικλέτες της Garelli κατακτούν 51 Grand Prix.